σωληνωτός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(40)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=solinotos
|Transliteration C=solinotos
|Beta Code=swlhnwto/s
|Beta Code=swlhnwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like a</b> σωλήν, ὑφάσματα Lyd.<span class="title">Mag.</span>2.4 (= Lat. <b class="b2">tubulamenta</b>).</span>
|Definition=σωληνωτή, σωληνωτόν, like a [[σωλήν]], ὑφάσματα Lyd.''Mag.''2.4 (= Lat. [[tubulamenta]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σωληνωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] [[σωλήνα]], που μοιάζει με [[σωλήνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για μηχανήματα) ο εφοδιασμένος με σωλήνες («σωληνωτοί ατμολέβητες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σωλήν]], -<i>ῆνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=-ή, -ό / [[σωληνωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] [[σωλήνα]], που μοιάζει με [[σωλήνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για μηχανήματα) ο εφοδιασμένος με σωλήνες («σωληνωτοί ατμολέβητες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σωλήν]], -<i>ῆνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[οδοντωτός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωληνωτός Medium diacritics: σωληνωτός Low diacritics: σωληνωτός Capitals: ΣΩΛΗΝΩΤΟΣ
Transliteration A: sōlēnōtós Transliteration B: sōlēnōtos Transliteration C: solinotos Beta Code: swlhnwto/s

English (LSJ)

σωληνωτή, σωληνωτόν, like a σωλήν, ὑφάσματα Lyd.Mag.2.4 (= Lat. tubulamenta).

German (Pape)

[Seite 1059] nach Art eines σωλήν, wie eine Rinne, Röhre gemacht (?).

Greek (Liddell-Scott)

σωληνωτός: -ή, -όν, ὡς σωλήν, κοῖλος, Βυζ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σωληνωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει το σχήμα σωλήνα, που μοιάζει με σωλήνα
νεοελλ.
(για μηχανήματα) ο εφοδιασμένος με σωλήνες («σωληνωτοί ατμολέβητες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].