χαλαστήριο: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(46)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / χαλαστήριον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξάρτημα]], αγόμενο για το [[λύσιμο]] τών τριγωνικών ιστίων τών ιστιοφόρων, κν. [[καργέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μόνο στον πληθ.) <i>τὰ [[χαλαστήρια]]<br />[[σχοινιά]] με τα οποία κατέβαζαν την [[καταρρακτή]] [[θύρα]], τον καταρράκτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαλασ</i>- του <i>χαλῶ</i> (<b>πρβλ.</b> [[χαλαστικός]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i>].
|mltxt=το / χαλαστήριον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξάρτημα]], αγόμενο για το [[λύσιμο]] τών τριγωνικών ιστίων τών ιστιοφόρων, κν. [[καργέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μόνο στον πληθ.) τὰ [[χαλαστήρια]]<br />[[σχοινιά]] με τα οποία κατέβαζαν την [[καταρρακτή]] [[θύρα]], τον καταρράκτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαλασ</i>- του <i>χαλῶ</i> (<b>πρβλ.</b> [[χαλαστικός]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

το / χαλαστήριον, ΝΑ
νεοελλ.
εξάρτημα, αγόμενο για το λύσιμο τών τριγωνικών ιστίων τών ιστιοφόρων, κν. καργέλι
αρχ.
(μόνο στον πληθ.) τὰ χαλαστήρια
σχοινιά με τα οποία κατέβαζαν την καταρρακτή θύρα, τον καταρράκτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαλασ- του χαλῶ (πρβλ. χαλαστικός) + επίθημα -τήριον].