ταβέρνα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(40)
m (elru replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[οινοπωλείο]], [[κρασοπουλειό]], [[καπηλειό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />λαϊκό [[εστιατόριο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανδοχείο]] («[[ἐξῆλθον]] εἰς ἀπάντησιν ἡμῑν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>taberna</i> «[[σκηνή]], [[καλύβα]], [[καπηλειό]]»].
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[οινοπωλείο]], [[κρασοπουλειό]], [[καπηλειό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />λαϊκό [[εστιατόριο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανδοχείο]] («[[ἐξῆλθον]] εἰς ἀπάντησιν ἡμῖν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>taberna</i> «[[σκηνή]], [[καλύβα]], [[καπηλειό]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ταβέρνα:''' ἡ (лат. [[taberna]]) гостиница [[NT]].
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=(ἡ) taverne<br>[lat. [[taberna]]]
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 21 March 2024

Greek (Liddell-Scott)

ταβέρνα: ἡ, Λατ. taberna, = καπηλεῖον, πανδοχεῖον, Πράξ. Ἀποστ. κή, 15.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
οινοπωλείο, κρασοπουλειό, καπηλειό
νεοελλ.
λαϊκό εστιατόριο
αρχ.
πανδοχείοἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν ἡμῖν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καλύβα, καπηλειό»].

Russian (Dvoretsky)

ταβέρνα: ἡ (лат. taberna) гостиница NT.

French (New Testament)

(ἡ) taverne
[lat. taberna]