ὑπερπερισσῶς: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
(43) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperperissos | |Transliteration C=yperperissos | ||
|Beta Code=u(perperissw=s | |Beta Code=u(perperissw=s | ||
|Definition=Adv. | |Definition=Adv. [[beyond all measure]], Ev.Marc.7.37. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> περισσότερο από το κανονικό, υπερβολικά, υπέρμετρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>περισσῶς</i> «υπερβολικά, υπέρμετρα»]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> περισσότερο από το κανονικό, υπερβολικά, υπέρμετρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>περισσῶς</i> «υπερβολικά, υπέρμετρα»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερπερισσῶς:''' επίρρ., υπέρμετρα, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':Øperperissîj 虛胚而-胚里所士<br />'''詞類次數''':副詞(1)<br />'''原文字根''':在上-周圍 似的<br />'''字義溯源''':極充分地,過度,超越,分外;由([[ὑπέρ]] / [[ὑπερεγώ]])*=在上,過於)與([[περισσῶς]])=分外)組成,其中 ([[περισσῶς]])出自([[περισσός]])=極多的), ([[περισσός]])出自([[περί]] / [[περαιτέρω]])=經由,周圍), ([[περί]] / [[περαιτέρω]])出自([[πέραν]])=那邊), ([[πέραν]])又出自([[πειράω]])X*=穿過)<br />'''出現次數''':總共(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 分外(1) 可7:37 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 24 August 2022
English (LSJ)
Adv. beyond all measure, Ev.Marc.7.37.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπερισσῶς: Ἐπίρρ., ὑπερμέτρως, ὑπερβαλλόντως, Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ζ΄, 37.
English (Strong)
from ὑπέρ and περισσῶς; superabundantly, i.e. exceedingly: beyond measure.
English (Thayer)
adverb, beyond measure, exceedingly: Mark 7:37. Scarcely found elsewhere.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. περισσότερο από το κανονικό, υπερβολικά, υπέρμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + περισσῶς «υπερβολικά, υπέρμετρα»].
Greek Monotonic
ὑπερπερισσῶς: επίρρ., υπέρμετρα, σε Καινή Διαθήκη
Chinese
原文音譯:Øperperissîj 虛胚而-胚里所士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:在上-周圍 似的
字義溯源:極充分地,過度,超越,分外;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(περισσῶς)=分外)組成,其中 (περισσῶς)出自(περισσός)=極多的), (περισσός)出自(περί / περαιτέρω)=經由,周圍), (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 分外(1) 可7:37