χάσιμο: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[χάνω]], [[απώλεια]], [[χασούρα]]<br /><b>2.</b> [[ζημία]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «δίνε στους φτωχούς και δε θα το 'χεις [[χάσιμο]]» — δηλώνει ότι η [[προσφορά]] δεν μένει [[χωρίς]] [[ανταπόδοση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>χασ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χάνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γράψ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[χάνω]], [[απώλεια]], [[χασούρα]]<br /><b>2.</b> [[ζημία]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «δίνε στους φτωχούς και δε θα το 'χεις [[χάσιμο]]» — δηλώνει ότι η [[προσφορά]] δεν μένει [[χωρίς]] [[ανταπόδοση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>χασ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χάνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[γράψιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. το αποτέλεσμα του χάνω, απώλεια, χασούρα
2. ζημία
3. παροιμ. φρ. «δίνε στους φτωχούς και δε θα το 'χεις χάσιμο» — δηλώνει ότι η προσφορά δεν μένει χωρίς ανταπόδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του αορ. έ-χασ-α του ρ. χάνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].