χορδωτά: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(46) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα, Ν<br /><b>ζωολ.</b> μείζον [[φύλο]] που αποτελείται από [[τρεις]] υποσυνομοταξίες, τα [[χιτωνόζωα]], τα [[κεφαλοχορδωτά]] και τα σπονδυλόζωα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτά</i>, πληθ. ουδ. του -[[ωτός]] ( | |mltxt=τα, Ν<br /><b>ζωολ.</b> μείζον [[φύλο]] που αποτελείται από [[τρεις]] υποσυνομοταξίες, τα [[χιτωνόζωα]], τα [[κεφαλοχορδωτά]] και τα σπονδυλόζωα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτά</i>, πληθ. ουδ. του -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[οδοντωτός]], [[σπονδυλωτός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:22, 8 May 2023
Greek Monolingual
τα, Ν
ζωολ. μείζον φύλο που αποτελείται από τρεις υποσυνομοταξίες, τα χιτωνόζωα, τα κεφαλοχορδωτά και τα σπονδυλόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + κατάλ. -ωτά, πληθ. ουδ. του -ωτός (πρβλ. οδοντωτός, σπονδυλωτός)].