ἀποκρουστικός: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apokroustikos | |Transliteration C=apokroustikos | ||
|Beta Code=a)pokroustiko/s | |Beta Code=a)pokroustiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀποκρουστική, ἀποκρουστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to drive off]], [[dispel]], Dsc.1.116; δυνάμεις Gal.1.396; [[repulsive]], D.L.2.87.<br><span class="bld">2</span> [[waning]], ἀ. σελήνη Ptol.''Tetr.''149, cf. Paul.Al.''G.''4; δέλτος ἀ. πρὸς σελήνην ''PMag.Par.''1.2241. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[capaz de repeler o apartar]] ἀποκρουστικαὶ τῶν ἐπιρρεόντων δυνάμεις Gal.1.396, cf. Dsc.1.116, [[δέλτος]] ἀ. πρὸς Σελήνην <i>PMag</i>.4.2241, op. [[εὐδοκητήν]] D.L.2.87.<br /><b class="num">2</b> astr. [[menguante]] σελήνη Ptol.<i>Tetr</i>.3.13.9, cf. Paul.Al.35.14. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0309.png Seite 309]] zurückstoßend, abwehrend, φάρμακα Medic.; [[σελήνη]], der abnehmende Mond, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποκρουστικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀποκρούσῃ, φάρμακα ἀποκρουστικά, τὰ ἀναστέλλοντα τὸ φερόμενον ὑπὸ τῶν ῥευμάτων ἐπὶ τὸ πεπονθός, Γαλην. τ. 12. σ. 226, Διοσκ. 1. 167, ἴδε [[ἀπόκρουσις]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποκρουστικός]], -ή, -όν) [[αποκρούω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντιπαθητικός]], [[απεχθής]], [[δυσάρεστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή τη [[δύναμη]] να αποκρούει<br /><b>2.</b> (για τη [[σελήνη]]) που λιγοστεύει, που [[είναι]] στη [[φάση]] της ελάττωσης. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀποκρουστική, ἀποκρουστικόν,
A able to drive off, dispel, Dsc.1.116; δυνάμεις Gal.1.396; repulsive, D.L.2.87.
2 waning, ἀ. σελήνη Ptol.Tetr.149, cf. Paul.Al.G.4; δέλτος ἀ. πρὸς σελήνην PMag.Par.1.2241.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 capaz de repeler o apartar ἀποκρουστικαὶ τῶν ἐπιρρεόντων δυνάμεις Gal.1.396, cf. Dsc.1.116, δέλτος ἀ. πρὸς Σελήνην PMag.4.2241, op. εὐδοκητήν D.L.2.87.
2 astr. menguante σελήνη Ptol.Tetr.3.13.9, cf. Paul.Al.35.14.
German (Pape)
[Seite 309] zurückstoßend, abwehrend, φάρμακα Medic.; σελήνη, der abnehmende Mond, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρουστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀποκρούσῃ, φάρμακα ἀποκρουστικά, τὰ ἀναστέλλοντα τὸ φερόμενον ὑπὸ τῶν ῥευμάτων ἐπὶ τὸ πεπονθός, Γαλην. τ. 12. σ. 226, Διοσκ. 1. 167, ἴδε ἀπόκρουσις.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀποκρουστικός, -ή, -όν) αποκρούω
νεοελλ.
αντιπαθητικός, απεχθής, δυσάρεστος
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να αποκρούει
2. (για τη σελήνη) που λιγοστεύει, που είναι στη φάση της ελάττωσης.