ψόμμος: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psommos
|Transliteration C=psommos
|Beta Code=yo/mmos
|Beta Code=yo/mmos
|Definition=[[ἀκαθαρσία]], [[καπνός]], Hsch.
|Definition=[[ἀκαθαρσία]], [[καπνός]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀκαθαρσία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[ψόλος]] (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ψάμμος]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ψάμμος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀκαθαρσία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[ψόλος]] (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ψάμμος]].
 
<b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ψάμμος]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψόμμος -ου, ὁ, msch. Aeol. voor ψάμμος, stof, vuil.
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψόμμος Medium diacritics: ψόμμος Low diacritics: ψόμμος Capitals: ΨΟΜΜΟΣ
Transliteration A: psómmos Transliteration B: psommos Transliteration C: psommos Beta Code: yo/mmos

English (LSJ)

ἀκαθαρσία, καπνός, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόλος (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. ψάμμος.

(II)
ὁ, Α
(αιολ. τ.) βλ. ψάμμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψόμμος -ου, ὁ, msch. Aeol. voor ψάμμος, stof, vuil.