Κουρήτες: Difference between revisions
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Κουρῆτες και Κωρῆτες, -ων, οἱ (Α)<br /><b>1.</b> [[αρχαίος]] [[λαός]] που κατοικούσε στην Πλευρώνα της Αιτωλίας και ο [[οποίος]], [[αφού]] εκδιώχθηκε από τους Αιτωλούς, κατοίκησε στην Ακαρνανία («Κουρῆτες τ' ἐμάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ μενεχάρμαι ἀμφὶ πόλιν Καλυδῶνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην αρχ. ελλ. [[θρησκεία]]) θεότητες νεαρής ηλικίας, ακόλουθοι τών Νυμφών και τών Σατύρων, που λατρεύονταν [[ιδίως]] στην [[Κρήτη]] ενθουσιαστικά με οργιαστικούς χορούς σε μυστικές τελετές και είχαν τις ίδιες [[περίπου]] ιδιότητες που είχαν παρεμφερείς οργιαστικοί δαίμονες βακχικού τύπου, όπως ήταν οι Τελχίνες, οι [[Κάβειροι]], οι Ιδαίοι Δάκτυλοι και οι Κορύβαντες<br /><b>3.</b> (στην Έφεσο) [[θρησκευτικός]] [[εξαμελής]] [[θίασος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=Κουρῆτες και Κωρῆτες, -ων, οἱ (Α)<br /><b>1.</b> [[αρχαίος]] [[λαός]] που κατοικούσε στην Πλευρώνα της Αιτωλίας και ο [[οποίος]], [[αφού]] εκδιώχθηκε από τους Αιτωλούς, κατοίκησε στην Ακαρνανία («Κουρῆτες τ' ἐμάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ μενεχάρμαι ἀμφὶ πόλιν Καλυδῶνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην αρχ. ελλ. [[θρησκεία]]) θεότητες νεαρής ηλικίας, ακόλουθοι τών Νυμφών και τών Σατύρων, που λατρεύονταν [[ιδίως]] στην [[Κρήτη]] ενθουσιαστικά με οργιαστικούς χορούς σε μυστικές τελετές και είχαν τις ίδιες [[περίπου]] ιδιότητες που είχαν παρεμφερείς οργιαστικοί δαίμονες βακχικού τύπου, όπως ήταν οι Τελχίνες, οι [[Κάβειροι]], οι Ιδαίοι Δάκτυλοι και οι Κορύβαντες<br /><b>3.</b> (στην Έφεσο) [[θρησκευτικός]] [[εξαμελής]] [[θίασος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῦρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ής</i>, -<i>ῆτος</i> (πρβλ. [[γυμνής]], -<i>ῆτος</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
Κουρῆτες και Κωρῆτες, -ων, οἱ (Α)
1. αρχαίος λαός που κατοικούσε στην Πλευρώνα της Αιτωλίας και ο οποίος, αφού εκδιώχθηκε από τους Αιτωλούς, κατοίκησε στην Ακαρνανία («Κουρῆτες τ' ἐμάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ μενεχάρμαι ἀμφὶ πόλιν Καλυδῶνα», Ομ. Ιλ.)
2. (στην αρχ. ελλ. θρησκεία) θεότητες νεαρής ηλικίας, ακόλουθοι τών Νυμφών και τών Σατύρων, που λατρεύονταν ιδίως στην Κρήτη ενθουσιαστικά με οργιαστικούς χορούς σε μυστικές τελετές και είχαν τις ίδιες περίπου ιδιότητες που είχαν παρεμφερείς οργιαστικοί δαίμονες βακχικού τύπου, όπως ήταν οι Τελχίνες, οι Κάβειροι, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι και οι Κορύβαντες
3. (στην Έφεσο) θρησκευτικός εξαμελής θίασος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κοῦρος (Ι) + επίθημα -ής, -ῆτος (πρβλ. γυμνής, -ῆτος)].