ακουαμαρίνα: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή ακουαμαρίνης <b>(Ορυκτολ.)</b><br />[[ορυκτό]] με χημικό τύπο Al<sub>2</sub>Be<sub>3</sub> (Si<sub>6</sub>O<sub>18</sub>) που [[είναι]] [[ποικιλία]] της βηρύλλου με απαλό γαλάζιο έως γαλαζοπράσινο [[χρώμα]]. Αποτελεί ημιπολύτιμο έως πολύτιμο λίθο.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ή ακουαμαρίνης <b>(Ορυκτολ.)</b><br />[[ορυκτό]] με χημικό τύπο Al<sub>2</sub>Be<sub>3</sub> (Si<sub>6</sub>O<sub>18</sub>) που [[είναι]] [[ποικιλία]] της βηρύλλου με απαλό γαλάζιο έως γαλαζοπράσινο [[χρώμα]]. Αποτελεί ημιπολύτιμο έως πολύτιμο λίθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>aquamarine</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>aqua marina</i> «θαλασσινό [[νερό]]»]. | ||
}} | }} |