κυανόπεζα: Difference between revisions

(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyanopeza
|Transliteration C=kyanopeza
|Beta Code=kuano/peza
|Beta Code=kuano/peza
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with feet of</b> κύανος, τράπεζα <span class="bibl">Il.11.629</span>. [ῡ, metri gr.]</span>
|Definition=ἡ, [[with feet of]] κύανος, τράπεζα Il.11.629. [ῡ, metri gr.]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανόπεζα]], ἡ (Α)<br />(για [[τραπέζι]]) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]], δωρ. και αρκαδ. τ. [[αντί]] [[πούς]] «[[πόδι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αχλυό</i>-<i>πεζα</i>, <i>χιονό</i>-<i>πεζα</i>)].
|mltxt=[[κυανόπεζα]], ἡ (Α)<br />(για [[τραπέζι]]) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]], δωρ. και αρκαδ. τ. [[αντί]] [[πούς]] «[[πόδι]]» ([[πρβλ]]. [[αχλυόπεζα]], [[χιονόπεζα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνόπεζα:''' ἡ, με τα πόδια του <i>κυανοῦ</i>, σε Ομήρ. Ιλ. (<i>ῡ</i>, [[χάριν]] μέτρου).
|lsmtext='''κυᾰνόπεζα:''' ἡ, με τα πόδια του <i>κυανοῦ</i>, σε Ομήρ. Ιλ. (<i>ῡ</i>, [[χάριν]] μέτρου).
}}
{{elru
|elrutext='''κῡᾰνόπεζα:''' (ῡ!) adj. f на темных ножках ([[τράπεζα]] Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=κυανόπεζα -ης &#91;[[κύανος]], [[πέζα]]] [[met poten van lazuursteen of met donkere poten]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰνό-πεζα, ἡ,<br />with feet of [[κύανος]], Il. [ῡ, metri grat.]
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

English (LSJ)

ἡ, with feet of κύανος, τράπεζα Il.11.629. [ῡ, metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelblauen oder schwarzen Füßen, τράπεζα, Il. 11, 629, od. mit Füßen von Stahl.

French (Bailly abrégé)

ης;
adj. f.
aux pieds sombres ou noirs.
Étymologie: κύανος, πέζα.

Greek Monolingual

κυανόπεζα, ἡ (Α)
(για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυόπεζα, χιονόπεζα)].

Greek Monotonic

κυᾰνόπεζα: ἡ, με τα πόδια του κυανοῦ, σε Ομήρ. Ιλ. (, χάριν μέτρου).

Russian (Dvoretsky)

κῡᾰνόπεζα: (ῡ!) adj. f на темных ножках (τράπεζα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανόπεζα -ης [κύανος, πέζα] met poten van lazuursteen of met donkere poten.

Middle Liddell

κυᾰνό-πεζα, ἡ,
with feet of κύανος, Il. [ῡ, metri grat.]