αχλυόπεζα

From LSJ

σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light

Source

Greek Monolingual

ἀχλυόπεζα, η (Α)
(για την Αυγή) αυτή που έχει τα πόδια της μέσα στην ομίχλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχλύς (-ύος) + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πους «το πόδι»].