ἀντείρομαι: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anteiromai | |Transliteration C=anteiromai | ||
|Beta Code=a)ntei/romai | |Beta Code=a)ntei/romai | ||
|Definition=Ion. aor. | |Definition=Ion. aor. -ειρόμην, Att. -ηρόμην:—[[ask in turn]], [[Herodotus|Hdt.]]1.129, 3.23, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.2.22: in part., Plu.2.739b. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ind. jón. -ειρετο Hdt.1.129, át. -ηρετο X.<i>Cyr</i>.2.2.22]<br />[[preguntar a su vez]] εἰ ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ Κύρου ἔργον Hdt.l.c., τοῦτον τίνα λέγοι X.l.c., cf. Hdt.3.23, Plu.2.739b. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντείρομαι''': [[ἴσως]] μόνον κατ’ ἀόρ. -ειρόμην Ἀττ. -ηρόμην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. -έρομαι): ἀντερωτῶ, Ἡρόδ. 1. 129., 3. 23, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 22· ἐν τῇ μετοχ., Πλούτ. 2. 739Β· τοὺς ἀντερομένους τῶν πολιτᾶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2671. 34. | |lstext='''ἀντείρομαι''': [[ἴσως]] μόνον κατ’ ἀόρ. -ειρόμην Ἀττ. -ηρόμην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. -έρομαι): ἀντερωτῶ, Ἡρόδ. 1. 129., 3. 23, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 22· ἐν τῇ μετοχ., Πλούτ. 2. 739Β· τοὺς ἀντερομένους τῶν πολιτᾶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2671. 34. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
Ion. aor. -ειρόμην, Att. -ηρόμην:—ask in turn, Hdt.1.129, 3.23, X.Cyr.2.2.22: in part., Plu.2.739b.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. jón. -ειρετο Hdt.1.129, át. -ηρετο X.Cyr.2.2.22]
preguntar a su vez εἰ ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ Κύρου ἔργον Hdt.l.c., τοῦτον τίνα λέγοι X.l.c., cf. Hdt.3.23, Plu.2.739b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντείρομαι: ἴσως μόνον κατ’ ἀόρ. -ειρόμην Ἀττ. -ηρόμην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. -έρομαι): ἀντερωτῶ, Ἡρόδ. 1. 129., 3. 23, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 22· ἐν τῇ μετοχ., Πλούτ. 2. 739Β· τοὺς ἀντερομένους τῶν πολιτᾶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2671. 34.
Greek Monolingual
ἀντείρομαι (Α)
αντερωτώ.
Greek Monotonic
ἀντείρομαι: Ιων. αντί ἀντ-έρομαι.