ἀπορηματικός: Difference between revisions
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aporimatikos | |Transliteration C=aporimatikos | ||
|Beta Code=a)porhmatiko/s | |Beta Code=a)porhmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀπορηματική, ἀπορηματικόν,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀπορητικός]], S.E.''P.''1.221, [[varia lectio|v.l.]] in Gal. ''Nat.Fac.''2.9.<br><span class="bld">2</span> [[expressive of doubt]], of particles, D.T.642.26, A.D. ''Conj.''258.15. Adv. [[ἀπορηματικῶς]] S.E.''M.''8.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que duda]] de pers., op. [[δογματικός]] S.E.<i>P</i>.1.221 (cj.), cf. Gal.2.127 (ap. crít., cf. [[ἀπορητικός]])<br /><b class="num">•</b>[[αἵρεσις]] Elias 109.28.<br /><b class="num">2</b> gram. [[que expresa duda]], [[interrogativo]] σύνδεσμος D.T.642.26, A.D.<i>Coni</i>.258.15, <i>Gramm.Pap</i>.2.110, 118, Sch.Er.<i>Il</i>.1.219a. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0321.png Seite 321]] zweifelhaft, streitig. – Adv. -ικῶς, Gramm. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπορημᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> Sext. = [[ἀπορητικός]];<br /><b class="num">2</b> грам. вопросительно-сомнительный, дубитативный (о частицах типа [[ἆρα]], [[μῶν]] и т. п.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπορηματικός''': -ή, -όν, = [[ἀπορητικός]], Σέξτ. Ἐμπ. 1. 221: ὁ ἐκφράζων ἀπορίαν, ἀμηχανίαν, «ἀεὶ πάντα τὰ ἀπορηματικὰ ὑποτακτικῶς ἐκφέρονται, [[οἷον]], τί χρήσωμαι… πῇ τράπωμαι;» Ἐτυμολ. Μ. 414. 55, «κατ’ ἐρώτησιν ἀπορηματικοῦ τύπου» Φωτ. Ἐπιστ. κ. 187, 4., 188, 8· ἐν τῇ γραμμ. ἀπορηματικοὶ σύνδεσμοι, ὡς, ἆρα, μῶν, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 1. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀπορηματικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνει [[απορία]] ή [[αμηχανία]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> «ἀπορηματικὲς προτάσεις» — οι ερωτηματικές προτάσεις του ευθέος ή του πλάγιου λόγου, με τις οποίες εκφράζεται [[απορία]] ή ζητείται [[γνώμη]] για το τι [[πρέπει]] να γίνει. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπορηματική, ἀπορηματικόν,
A = ἀπορητικός, S.E.P.1.221, v.l. in Gal. Nat.Fac.2.9.
2 expressive of doubt, of particles, D.T.642.26, A.D. Conj.258.15. Adv. ἀπορηματικῶς S.E.M.8.1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que duda de pers., op. δογματικός S.E.P.1.221 (cj.), cf. Gal.2.127 (ap. crít., cf. ἀπορητικός)
•αἵρεσις Elias 109.28.
2 gram. que expresa duda, interrogativo σύνδεσμος D.T.642.26, A.D.Coni.258.15, Gramm.Pap.2.110, 118, Sch.Er.Il.1.219a.
German (Pape)
[Seite 321] zweifelhaft, streitig. – Adv. -ικῶς, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορημᾰτικός:
1 Sext. = ἀπορητικός;
2 грам. вопросительно-сомнительный, дубитативный (о частицах типа ἆρα, μῶν и т. п.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορηματικός: -ή, -όν, = ἀπορητικός, Σέξτ. Ἐμπ. 1. 221: ὁ ἐκφράζων ἀπορίαν, ἀμηχανίαν, «ἀεὶ πάντα τὰ ἀπορηματικὰ ὑποτακτικῶς ἐκφέρονται, οἷον, τί χρήσωμαι… πῇ τράπωμαι;» Ἐτυμολ. Μ. 414. 55, «κατ’ ἐρώτησιν ἀπορηματικοῦ τύπου» Φωτ. Ἐπιστ. κ. 187, 4., 188, 8· ἐν τῇ γραμμ. ἀπορηματικοὶ σύνδεσμοι, ὡς, ἆρα, μῶν, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀπορηματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που δηλώνει απορία ή αμηχανία
2. γραμμ. «ἀπορηματικὲς προτάσεις» — οι ερωτηματικές προτάσεις του ευθέος ή του πλάγιου λόγου, με τις οποίες εκφράζεται απορία ή ζητείται γνώμη για το τι πρέπει να γίνει.