ἀσάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(3) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσάομαι:''' Παθ. προστ. [[ἀσῶ]], μτχ. <i>ἀσώμενος</i>, αόρ. αʹ <i>ἠσήθην</i> ([[ἄση]])· [[αισθάνομαι]] [[αηδία]] ή [[ναυτία]], είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από [[κάτι]], με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν [[ἀσηθῆναι]], σε Ηρόδ.· <i>ἀσώμενος ἐν φρεσί</i>, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀσάομαι:''' Παθ. προστ. [[ἀσῶ]], μτχ. <i>ἀσώμενος</i>, αόρ. αʹ <i>ἠσήθην</i> ([[ἄση]])· [[αισθάνομαι]] [[αηδία]] ή [[ναυτία]], είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από [[κάτι]], με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν [[ἀσηθῆναι]], σε Ηρόδ.· <i>ἀσώμενος ἐν φρεσί</i>, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσάομαι:''' (ᾰσ)<br /><b class="num">1</b> [[досадовать]], [[быть удрученным]] (τὴν ψυχὴν ἐπί τινι Her.; ἀσώμενος ἐν φρεσίν Theocr.);<br /><b class="num">2</b> [[испытывать боль]], [[страдать]] (ἀσῶνται αἱ γυναῖκες κύουσαι Arst.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[ἄση]<br />to [[feel]] [[loathing]] or [[nausea]], to be disgusted or vexed at a [[thing]], c. dat., Theogn.; τὴν ψυχὴν [[ἀσηθῆναι]] Hdt.; ἀσώμενος ἐν φρεσί Theocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 25 November 2022
Greek Monotonic
ἀσάομαι: Παθ. προστ. ἀσῶ, μτχ. ἀσώμενος, αόρ. αʹ ἠσήθην (ἄση)· αισθάνομαι αηδία ή ναυτία, είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από κάτι, με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν ἀσηθῆναι, σε Ηρόδ.· ἀσώμενος ἐν φρεσί, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσάομαι: (ᾰσ)
1 досадовать, быть удрученным (τὴν ψυχὴν ἐπί τινι Her.; ἀσώμενος ἐν φρεσίν Theocr.);
2 испытывать боль, страдать (ἀσῶνται αἱ γυναῖκες κύουσαι Arst.).
Middle Liddell
[ἄση]
to feel loathing or nausea, to be disgusted or vexed at a thing, c. dat., Theogn.; τὴν ψυχὴν ἀσηθῆναι Hdt.; ἀσώμενος ἐν φρεσί Theocr.