συνείρηκα: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6)
(4)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνείρηκα:''' χρησιμ. ως παρακ. του [[σύμφημι]].
|lsmtext='''συνείρηκα:''' χρησιμ. ως παρακ. του [[σύμφημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνείρηκα:''' pf. к [[συναγορεύω]] и к [[σύμφημι]].
}}
}}

Latest revision as of 13:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1011] perf. zu σύμφημι, συνερῶ, συνεῖπον.

French (Bailly abrégé)

v. συναγορεύω.

Greek Monotonic

συνείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του σύμφημι.

Russian (Dvoretsky)

συνείρηκα: pf. к συναγορεύω и к σύμφημι.