μελισσότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melissotefktos
|Transliteration C=melissotefktos
|Beta Code=melisso/teuktos
|Beta Code=melisso/teuktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made by bees</b>, κηρία <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>152</span>.</span>
|Definition=μελισσότευκτον, [[made by bees]], κηρία Pi.''Fr.''152.
}}
{{pape
|ptext=<i>von [[Bienen]] [[gemacht]]</i>, [[κηρία]], Pind. frg. 266.
}}
{{elru
|elrutext='''μελισσότευκτος:''' [[построенный пчелами]] ([[κηρία]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μελισσότευκτος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> made by bees μελισσοτεύκτων [[κηρίων]] fr. 152.
|sltr=[[μελισσότευκτος]] made by bees μελισσοτεύκτων [[κηρίων]] fr. 152.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελισσότευκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα [[κηρία]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[τευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ποικιλό</i>-<i>τευκτος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>τευκτος</i>].
|mltxt=[[μελισσότευκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα [[κηρία]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[τευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]]»), [[πρβλ]]. [[ποικιλότευκτος]], [[χρυσότευκτος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελισσότευκτος:''' построенный пчелами ([[κηρία]] Pind.).
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσότευκτος Medium diacritics: μελισσότευκτος Low diacritics: μελισσότευκτος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: melissóteuktos Transliteration B: melissoteuktos Transliteration C: melissotefktos Beta Code: melisso/teuktos

English (LSJ)

μελισσότευκτον, made by bees, κηρία Pi.Fr.152.

German (Pape)

von Bienen gemacht, κηρία, Pind. frg. 266.

Russian (Dvoretsky)

μελισσότευκτος: построенный пчелами (κηρία Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μελισσότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν μελισσῶν, κηρία Πινδ. Ἀποσπ. 266.

English (Slater)

μελισσότευκτος made by bees μελισσοτεύκτων κηρίων fr. 152.

Greek Monolingual

μελισσότευκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα κηρία», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. ποικιλότευκτος, χρυσότευκτος].