θερμαντικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thermantikos
|Transliteration C=thermantikos
|Beta Code=qermantiko/s
|Beta Code=qermantiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">capable of heating, calorific</b>, τὸ πῦρ θ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Int.</span>22b38</span>; ὁ οἶνος <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>58</span>, cf. <span class="bibl">60</span>; τὸ θ. πρὸς τὸ -τὸν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1020b29</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.3.6</span>: Sup., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>307a1</span>, Dsc.1.19.4: c. gen., τὸ τῆς ψυχῆς θ. οἶνος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span> 60a</span>.</span>
|Definition=θερμαντική, θερμαντικόν, [[capable of heating]], [[calorific]], τὸ πῦρ θ. Arist.''Int.''22b38; ὁ οἶνος Epicur.''Fr.''58, cf. 60; τὸ θερμαντικὸν πρὸς τὸ θερμαντὸν [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1020b29, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.3.6: Sup., Arist.''Cael.''307a1, Dsc.1.19.4: c. gen., τὸ τῆς ψυχῆς θ. οἶνος Pl.''Ti.'' 60a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1201.png Seite 1201]] dasselbe; Plat. Tim. 60 a; vom Wein, Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1201.png Seite 1201]] dasselbe; Plat. Tim. 60 a; vom Wein, Plut.
}}
{{elru
|elrutext='''θερμαντικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[способный нагревать]] (τὸ [[πῦρ]] Arst.; τι τῆς ὕλης Plut.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[разгорячающий]], [[горячительный]]: τὸ τῆς ψυχῆς θερμαντικόν Plat. согревающее душу (о вине).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θερμαντικός''': -ή, -όν, δυνάμενος νὰ θερμάνῃ, παραγωγὸς θερμότητος, θερμ. τὸ πῦρ Ἀριστ. ἐν Ἀδήλ. 13, 11· τὸ θερμαντὸν πρὸς τὸ θερμαντικὸν ὁ αὐτ. Μεταφ. 4.15, 6· ― [[μετὰ]] γεν., τὸ τῆς ψυχῆς θ. [[οἶνος]] Πλάτ. Τιμ. 60Α.
|lstext='''θερμαντικός''': -ή, -όν, δυνάμενος νὰ θερμάνῃ, παραγωγὸς θερμότητος, θερμ. τὸ πῦρ Ἀριστ. ἐν Ἀδήλ. 13, 11· τὸ θερμαντὸν πρὸς τὸ θερμαντικὸν ὁ αὐτ. Μεταφ. 4.15, 6· ― μετὰ γεν., τὸ τῆς ψυχῆς θ. [[οἶνος]] Πλάτ. Τιμ. 60Α.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θερμαντικός]], -ή, -όν) [[θερμαντός]]<br />ο [[ικανός]] να θερμαίνει, αυτός που παράγει [[θερμότητα]], ο [[θερμογόνος]] («τὸ μὲν τῆς ψυχῆς [[μετὰ]] τοῡ σώματος θερμαντικὸν [[οἶνος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θερμαντικό</i><br />[[κάθε]] θερμό [[υγρό]] που λαμβάνεται για θεραπευτικό σκοπό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θερμαντική [[ικανότητα]]» — η [[θερμότητα]] που αποδίδεται [[κατά]] την τέλεια [[καύση]] της μονάδας μάζας ενός καυσίμου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θερμαντικώς</i><br />από θερμαντική [[άποψη]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θερμαντικός]], -ή, -όν) [[θερμαντός]]<br />ο [[ικανός]] να θερμαίνει, αυτός που παράγει [[θερμότητα]], ο [[θερμογόνος]] («τὸ μὲν τῆς ψυχῆς μετὰ τοῦ σώματος θερμαντικὸν [[οἶνος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θερμαντικό</i><br />[[κάθε]] θερμό [[υγρό]] που λαμβάνεται για θεραπευτικό σκοπό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θερμαντική [[ικανότητα]]» — η [[θερμότητα]] που αποδίδεται [[κατά]] την τέλεια [[καύση]] της μονάδας μάζας ενός καυσίμου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θερμαντικώς</i><br />από θερμαντική [[άποψη]].
}}
{{elru
|elrutext='''θερμαντικός:''' <b class="num">1)</b> способный нагревать (τὸ [[πῦρ]] Arst.; τι τῆς ὕλης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. разгорячающий, горячительный: τὸ τῆς ψυχῆς θερμαντικόν Plat. согревающее душу (о вине).
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμαντικός Medium diacritics: θερμαντικός Low diacritics: θερμαντικός Capitals: ΘΕΡΜΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thermantikós Transliteration B: thermantikos Transliteration C: thermantikos Beta Code: qermantiko/s

English (LSJ)

θερμαντική, θερμαντικόν, capable of heating, calorific, τὸ πῦρ θ. Arist.Int.22b38; ὁ οἶνος Epicur.Fr.58, cf. 60; τὸ θερμαντικὸν πρὸς τὸ θερμαντὸν Arist.Metaph.1020b29, cf. Thphr. HP 6.3.6: Sup., Arist.Cael.307a1, Dsc.1.19.4: c. gen., τὸ τῆς ψυχῆς θ. οἶνος Pl.Ti. 60a.

German (Pape)

[Seite 1201] dasselbe; Plat. Tim. 60 a; vom Wein, Plut.

Russian (Dvoretsky)

θερμαντικός:
1 способный нагревать (τὸ πῦρ Arst.; τι τῆς ὕλης Plut.);
2 перен. разгорячающий, горячительный: τὸ τῆς ψυχῆς θερμαντικόν Plat. согревающее душу (о вине).

Greek (Liddell-Scott)

θερμαντικός: -ή, -όν, δυνάμενος νὰ θερμάνῃ, παραγωγὸς θερμότητος, θερμ. τὸ πῦρ Ἀριστ. ἐν Ἀδήλ. 13, 11· τὸ θερμαντὸν πρὸς τὸ θερμαντικὸν ὁ αὐτ. Μεταφ. 4.15, 6· ― μετὰ γεν., τὸ τῆς ψυχῆς θ. οἶνος Πλάτ. Τιμ. 60Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θερμαντικός, -ή, -όν) θερμαντός
ο ικανός να θερμαίνει, αυτός που παράγει θερμότητα, ο θερμογόνος («τὸ μὲν τῆς ψυχῆς μετὰ τοῦ σώματος θερμαντικὸν οἶνος», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το θερμαντικό
κάθε θερμό υγρό που λαμβάνεται για θεραπευτικό σκοπό
2. φρ. «θερμαντική ικανότητα» — η θερμότητα που αποδίδεται κατά την τέλεια καύση της μονάδας μάζας ενός καυσίμου.
επίρρ...
θερμαντικώς
από θερμαντική άποψη.