ἐπιχαρής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(2)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epicharis
|Transliteration C=epicharis
|Beta Code=e)pixarh/s
|Beta Code=e)pixarh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gratifying, agreeable</b>, τίς ὧδε τλησικάρδιος.., ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῆ; <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>161</span> (lyr.); πόρνη καλὴ καὶ ἐ. <span class="bibl">LXX <span class="title">Na.</span>3.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of a person, <b class="b2">rejoiced at</b>, πτώματι ἐχθρῶν <span class="bibl">LXX <span class="title">Jb.</span>31.29</span>.</span>
|Definition=ἐπιχαρές,<br><span class="bld">A</span> [[gratifying]], [[agreeable]], τίς ὧδε τλησικάρδιος.., ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῆ; [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''161 (lyr.); πόρνη καλὴ καὶ ἐ. [[LXX]] ''Na.''3.4.<br><span class="bld">II</span> of a person, [[rejoiced at]], πτώματι ἐχθρῶν [[LXX]] ''Jb.''31.29.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] ές, 11 erfreuend, angenehm, τινί, Aesch. Prom. 160. – 21 erfreut worüber, τινί, LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] ές, 11 erfreuend, angenehm, τινί, Aesch. Prom. 160. – 21 erfreut worüber, τινί, LXX.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[réjouissant]], [[agréable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχᾰρής:''' [[радостный]], [[приятный]] (τινι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχᾰρής''': -ές, [[εὐχάριστος]], [[χαροποιός]], τίς ὧδε [[τλησικάρδιος]] θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ; Αἰσχύλ. Πρ. 160. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ χαίρων ἐπί τινι, εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΑ΄, 29).
|lstext='''ἐπιχᾰρής''': -ές, [[εὐχάριστος]], [[χαροποιός]], τίς ὧδε [[τλησικάρδιος]] θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ; Αἰσχύλ. Πρ. 160. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ χαίρων ἐπί τινι, εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΑ΄, 29).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />réjouissant, agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ἐπιχᾰρής:''' -ές ([[χαρά]]), [[ευχάριστος]], [[αρεστός]], [[προσηνής]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπιχᾰρής:''' -ές ([[χαρά]]), [[ευχάριστος]], [[αρεστός]], [[προσηνής]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἐπιχᾰρής:''' радостный, приятный (τινι Aesch.).
|mdlsjtxt=ἐπι-χᾰρής, ές [[χαρά]]<br />[[gratifying]], [[agreeable]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχαρής Medium diacritics: ἐπιχαρής Low diacritics: επιχαρής Capitals: ΕΠΙΧΑΡΗΣ
Transliteration A: epicharḗs Transliteration B: epicharēs Transliteration C: epicharis Beta Code: e)pixarh/s

English (LSJ)

ἐπιχαρές,
A gratifying, agreeable, τίς ὧδε τλησικάρδιος.., ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῆ; A.Pr.161 (lyr.); πόρνη καλὴ καὶ ἐ. LXX Na.3.4.
II of a person, rejoiced at, πτώματι ἐχθρῶν LXX Jb.31.29.

German (Pape)

[Seite 1002] ές, 11 erfreuend, angenehm, τινί, Aesch. Prom. 160. – 21 erfreut worüber, τινί, LXX.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
réjouissant, agréable.
Étymologie: ἐπιχαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχᾰρής: радостный, приятный (τινι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχᾰρής: -ές, εὐχάριστος, χαροποιός, τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ; Αἰσχύλ. Πρ. 160. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ χαίρων ἐπί τινι, εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΑ΄, 29).

Greek Monolingual

ἐπιχαρής, -ές (Α)
1. ευχάριστος, χαροποιός («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» — ποιός απ’ τους θεούς είναι τόσο ασυγκίνητος ώστε αυτά να τον χαροποιούν; Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που χαίρεται για κάτι («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου» — αν χάρηκα για την πτώση, την ήττα τών εχθρών μου, ΠΔ)
3. (για πρόσωπο) ελκυστικός, γοητευτικόςπόρνη καλή καὶ ἐπιχαρής», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρής < χάρος, το ή θ. χαρ- (ε-χάρ-ην)].

Greek Monotonic

ἐπιχᾰρής: -ές (χαρά), ευχάριστος, αρεστός, προσηνής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπι-χᾰρής, ές χαρά
gratifying, agreeable, Aesch.