μυξωτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(3) |
m (elru replacement) |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 22:08, 21 March 2024
German (Pape)
[Seite 218] ῆρος, ὁ, = μυκτήρ, Nasenloch, Nase; διὰ τῶν μυξωτήρων, Her. 2, 86 u. Sp., wie Opp. Cyn. 1, 454; S. Emp. pyrrh. 1, 128; wahrscheinlich auch bei Diosc. richtige Lesart für μυξητήρ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. μυκτήρ.
Greek Monolingual
μυξωτήρ, -ήρος, ὁ (ΑΜ, Α και μυξητήρ, -ῆρος)
συν. στον πληθ. οἱ μυξωτῆρες
οι μυκτήρες, τα ρουθούνια
μσν.
η μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + επίθημα -τήρ. Οι τ. μυξωτήρ (< αρχ. μυξόω) και μηξητήρ (< μυξῶ) μορφολογικά φαίνεται ότι παράγονται από τα αντίστοιχα ρήματα αλλά σημασιολογικά αποτελούν παράλληλους εκφραστικούς τ. του μυκτήρ.
Russian (Dvoretsky)
μυξωτήρ: ῆρος ὁ (преимущ. pl.) ноздря Her., Sext.