πρόστριμμα: Difference between revisions

(nl)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prostrimma
|Transliteration C=prostrimma
|Beta Code=pro/strimma
|Beta Code=pro/strimma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is rubbed on</b>: metaph., <b class="b2">that which is inflicted upon</b> one, esp. a <b class="b2">brand, disgrace</b>, πόλει π. ἄφερτον ἐνθείς <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>395</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> pl., <b class="b2">tooth powders</b>, Gal.12.875, <span class="bibl">Aët.5.25</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is rubbed on]]: metaph., [[that which is inflicted upon]] one, esp. a [[brand]], [[disgrace]], πόλει π. ἄφερτον ἐνθείς [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''395 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> pl., [[tooth powders]], Gal.12.875, Aët.5.25.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0783.png Seite 783]] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0783.png Seite 783]] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> disgrâce, infortune qui s'attache à qqn;<br /><b>2</b> [[débris]], [[fragment]].<br />'''Étymologie:''' [[προστρίβω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόστριμμα -ατος, τό [προστρίβω] [[wat toegebracht wordt schade]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόστριμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[осколок]], [[обломок]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> перен. пятно, бесчестие, позор, беда Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόστριμμα''': τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, [[μάλιστα]] [[στίγμα]], [[ὄνειδος]] κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. [[σύντριμμα]], Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ [[ὕποπτος]]).
|lstext='''πρόστριμμα''': τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, [[μάλιστα]] [[στίγμα]], [[ὄνειδος]] κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. [[σύντριμμα]], Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ [[ὕποπτος]]).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> disgrâce, infortune qui s’attache à qqn;<br /><b>2</b> débris, fragment.<br />'''Étymologie:''' [[προστρίβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''πρόστριμμα:''' -ατος, τό, αυτό που τρίβεται πάνω, που προσάπτεται σε [[κάτι]]· μεταφ., [[στίγμα]], όνειδος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πρόστριμμα:''' -ατος, τό, αυτό που τρίβεται πάνω, που προσάπτεται σε [[κάτι]]· μεταφ., [[στίγμα]], όνειδος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=πρόστριμμα -ατος, τό [προστρίβω] wat toegebracht wordt schade.
|mdlsjtxt=[[πρόστριμμα]], ατος, τό, [from προστρῑ́βω]<br />that [[which]] is rubbed on: metaph. an [[affliction]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 22:11, 29 October 2024

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is rubbed on: metaph., that which is inflicted upon one, esp. a brand, disgrace, πόλει π. ἄφερτον ἐνθείς A.Ag.395 (lyr.).
II pl., tooth powders, Gal.12.875, Aët.5.25.

German (Pape)

[Seite 783] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 disgrâce, infortune qui s'attache à qqn;
2 débris, fragment.
Étymologie: προστρίβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόστριμμα -ατος, τό [προστρίβω] wat toegebracht wordt schade.

Russian (Dvoretsky)

πρόστριμμα: ατος τό
1 осколок, обломок Plut.;
2 перен. пятно, бесчестие, позор, беда Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστριμμα: τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, μάλιστα στίγμα, ὄνειδος κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. σύντριμμα, Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ ὕποπτος).

Greek Monolingual

-ίμματος, τὸ, Α προστρίβω
1. αυτό που έχει τριφθεί πάνω σε ή με κάτι άλλο
2. (ιδίως για ντροπή, στίγμα) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει πρόστριμμα ἄφερτον ἐνθείς», Αισχύλ.)
3. σύντριμμα, θραύσμα.

Greek Monotonic

πρόστριμμα: -ατος, τό, αυτό που τρίβεται πάνω, που προσάπτεται σε κάτι· μεταφ., στίγμα, όνειδος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πρόστριμμα, ατος, τό, [from προστρῑ́βω]
that which is rubbed on: metaph. an affliction, Aesch.