εὑρετός: Difference between revisions

From LSJ

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source
(2b)
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evretos
|Transliteration C=evretos
|Beta Code=eu(reto/s
|Beta Code=eu(reto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">discoverable</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>1.2</span>; τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ' εὑρετὰ ζητῶ <span class="bibl">S. <span class="title">Fr.</span>843</span>; εὑρετὰ ἀνθρώποις <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.7.6</span>.</span>
|Definition=εὑρετή, εὑρετόν, [[discoverable]], Hp.''Vict.''1.2; τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ' εὑρετὰ ζητῶ S. ''Fr.''843; εὑρετὰ ἀνθρώποις [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.7.6.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu'on peut trouver <i>ou</i> inventer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[εὑρίσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὑρετός:''' [adj. verb. к [[εὑρίσκω]] могущий быть найденным или открытым (τὰ μὲν διδακτὰ [[μανθάνω]], τὰ δ᾽ εὑρετὰ ζητῶ Soph. ap. Plut.): εὑρετὰ ἀνθρώποις Xen. доступное человеческому разуму.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὑρετός''': -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ [[εὑρίσκω]], ὃν δύναταί τις νὰ εὕρῃ, νὰ ἀνακαλύψῃ, τὰ μὲν διδακτά [[μανθάνω]], τὰ δ’ εὑρετά ζητῶ Σοφ. Ἀποσπ. 723· εὑρετὰ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 6.
|lstext='''εὑρετός''': -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ [[εὑρίσκω]], ὃν δύναταί τις νὰ εὕρῃ, νὰ ἀνακαλύψῃ, τὰ μὲν διδακτά [[μανθάνω]], τὰ δ’ εὑρετά ζητῶ Σοφ. Ἀποσπ. 723· εὑρετὰ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 6.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut trouver <i>ou</i> inventer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[εὑρίσκω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὑρετός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που μπορεί να βρεθεί, [[εμφανής]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εὑρετός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που μπορεί να βρεθεί, [[εμφανής]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''εὑρετός:''' [adj. verb. к [[εὑρίσκω]] могущий быть найденным или открытым (τὰ μὲν διδακτὰ [[μανθάνω]], τὰ δ᾽ εὑρετὰ ζητῶ Soph. ap. Plut.): εὑρετὰ ἀνθρώποις Xen. доступное человеческому разуму.
|mdlsjtxt=[[εὑρετός]], ή, όν verb. adj. of [[εὑρίσκω]],]<br />[[discoverable]], Xen.
}}
{{trml
|trtx====[[findable]]===
Esperanto: trovebla, eltrovebla; Finnish: löydettävä; French: [[trouvable]]; German: [[findbar]], [[auffindbar]]; Ido: trovebla; Romanian: găsibil; Slovak: zistiteľný, nájditeľný
}}
}}

Latest revision as of 09:58, 13 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρετός Medium diacritics: εὑρετός Low diacritics: ευρετός Capitals: ΕΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: heuretós Transliteration B: heuretos Transliteration C: evretos Beta Code: eu(reto/s

English (LSJ)

εὑρετή, εὑρετόν, discoverable, Hp.Vict.1.2; τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ' εὑρετὰ ζητῶ S. Fr.843; εὑρετὰ ἀνθρώποις X.Mem.4.7.6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut trouver ou inventer.
Étymologie: adj. verb. de εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὑρετός: [adj. verb. к εὑρίσκω могущий быть найденным или открытым (τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ᾽ εὑρετὰ ζητῶ Soph. ap. Plut.): εὑρετὰ ἀνθρώποις Xen. доступное человеческому разуму.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρετός: -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ εὑρίσκω, ὃν δύναταί τις νὰ εὕρῃ, νὰ ἀνακαλύψῃ, τὰ μὲν διδακτά μανθάνω, τὰ δ’ εὑρετά ζητῶ Σοφ. Ἀποσπ. 723· εὑρετὰ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 6.

Greek Monotonic

εὑρετός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που μπορεί να βρεθεί, εμφανής, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὑρετός, ή, όν verb. adj. of εὑρίσκω,]
discoverable, Xen.

Translations

findable

Esperanto: trovebla, eltrovebla; Finnish: löydettävä; French: trouvable; German: findbar, auffindbar; Ido: trovebla; Romanian: găsibil; Slovak: zistiteľný, nájditeľný