ἠπιοδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ipiodinitos
|Transliteration C=ipiodinitos
|Beta Code=h)piodi/nhtos
|Beta Code=h)piodi/nhtos
|Definition=[<b class="b3">δῑ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">softly-rolling</b>, βλέφαρα <span class="title">AP</span>5.249 (Paul. Sil.).</span>
|Definition=[δῑ], ον [[softly-rolling]], βλέφαρα ''AP''5.249 (Paul. Sil.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[tourné doucement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[δινέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπιοδίνητος:''' (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠπῐοδίνητος''': ῑ, ον, ἡσύχως, γλυκὰ περιδινούμενος, βλέφαρα Ἀνθ. Π. 5. 250.
|lstext='''ἠπῐοδίνητος''': ῑ, ον, ἡσύχως, γλυκὰ περιδινούμενος, βλέφαρα Ἀνθ. Π. 5. 250.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tourné doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[δινέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠπῐοδίνητος:''' [ῑ], -ον ([[δινέω]]), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἠπῐοδίνητος:''' [ῑ], -ον ([[δινέω]]), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἠπιοδίνητος:''' (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).
|mdlsjtxt=ἠπῐ¯ο-δίνητος, ον [[δινέω]]<br />[[softly]]-[[rolling]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπῐοδίνητος Medium diacritics: ἠπιοδίνητος Low diacritics: ηπιοδίνητος Capitals: ΗΠΙΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ēpiodínētos Transliteration B: ēpiodinētos Transliteration C: ipiodinitos Beta Code: h)piodi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον softly-rolling, βλέφαρα AP5.249 (Paul. Sil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné doucement.
Étymologie: ἤπιος, δινέω.

Russian (Dvoretsky)

ἠπιοδίνητος: (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπῐοδίνητος: ῑ, ον, ἡσύχως, γλυκὰ περιδινούμενος, βλέφαρα Ἀνθ. Π. 5. 250.

Greek Monotonic

ἠπῐοδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἠπῐ¯ο-δίνητος, ον δινέω
softly-rolling, Anth.