κατατροπόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
(2b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />[[mettre en fuite]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τρέπω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατατροπόομαι''': ἀποθ., [[τρέπω]] εἰς φυγήν, ὡς τὸ [[κατατρέπω]], τινὰ Αἴσωπ. καὶ Βυζ.· καὶ ὁ Παθ. ἀόρ., κατατροπωθεὶς τῷ εὐτυχήματι Ἰωσήπ. Γένεσ. σ. 46D· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἀναιροῦσαι καὶ ἀνατροποῦσαι Αἴσωπ. 175. | |lstext='''κατατροπόομαι''': ἀποθ., [[τρέπω]] εἰς φυγήν, ὡς τὸ [[κατατρέπω]], τινὰ Αἴσωπ. καὶ Βυζ.· καὶ ὁ Παθ. ἀόρ., κατατροπωθεὶς τῷ εὐτυχήματι Ἰωσήπ. Γένεσ. σ. 46D· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἀναιροῦσαι καὶ ἀνατροποῦσαι Αἴσωπ. 175. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κατατροπόομαι:''' [[обращать в бегство]] Aesop. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext=<i>in die [[Flucht]] schlage</i>n, Sp., wie Jos.; auch im act., Aesop., zweifelhaft. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 9 January 2023
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
mettre en fuite.
Étymologie: κατά, τρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
κατατροπόομαι: ἀποθ., τρέπω εἰς φυγήν, ὡς τὸ κατατρέπω, τινὰ Αἴσωπ. καὶ Βυζ.· καὶ ὁ Παθ. ἀόρ., κατατροπωθεὶς τῷ εὐτυχήματι Ἰωσήπ. Γένεσ. σ. 46D· ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ., ἀναιροῦσαι καὶ ἀνατροποῦσαι Αἴσωπ. 175.
Russian (Dvoretsky)
κατατροπόομαι: обращать в бегство Aesop.
German (Pape)
in die Flucht schlagen, Sp., wie Jos.; auch im act., Aesop., zweifelhaft.