λοχαγέω: Difference between revisions
(3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lochageo | |Transliteration C=lochageo | ||
|Beta Code=loxage/w | |Beta Code=loxage/w | ||
|Definition=Dor. (borrowed by Att.) for | |Definition=Dor. (borrowed by Att.) for [[λοχηγέω]],<br><span class="bld">A</span> [[lead a]] [[λόχος]] or [[company]] (commonly of 100 men), X.''An.'' 6.1.30, ''Mem.''3.1.5, Is.9.14: c. gen., λόχου λοχηγέων [[Herodotus|Hdt.]]9.53, cf. 21.<br><span class="bld">II</span> [[consist of]] λοχαγοί, -γοῦν ζυγόν Ascl.''Tact.'' 10.13, 11.1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[λοχαγῶ]] :<br />[[commander une compagnie]].<br />'''Étymologie:''' [[λοχαγός]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ], dor. und att. statt [[λοχηγέω]], <i>ein Lochage sein, der [[Erste]] in der Loche sein, sie [[anführen]]</i>, Xen. <i>An</i>. 5.9.30, <i>Mem</i>. 3.1.5; λόχου λοχηγεῖν, Her. 9.53, vgl. 21, [[varia lectio|v.l.]] [[λοχηγετέω]]; Plut. <i>Pomp</i>. 71. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοχᾱγέω:''' ион. [[λοχηγέω]] (тж. λόχου λ. Her.) командовать лохом (см. [[λόχος]]), быть лохагом Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοχᾱγέω''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγέω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε [[λοχαγός]]), ἡγοῦμαι λόχου, διοικῶ [[λόχον]] (συνήθως [[σῶμα]] ἐξ 100 ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 5. 9, 30, Ἀπομν. 3. 1, 5, Ἰσαῖ. 76.9· | |lstext='''λοχᾱγέω''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγέω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε [[λοχαγός]]), ἡγοῦμαι λόχου, διοικῶ [[λόχον]] (συνήθως [[σῶμα]] ἐξ 100 ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 5. 9, 30, Ἀπομν. 3. 1, 5, Ἰσαῖ. 76.9· μετὰ γεν., λόχου λοχηγεῖν Ἡρόδ. 9. 53, πρβλ. 21. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λοχᾱγέω:''' Δωρ. και Αττ. αντί [[λοχηγέω]], [[ηγούμαι]] λόχου, [[διοικώ]] [[λόχον]] ([[συνήθως]] [[σώμα]] από 100 άνδρες), σε Ξεν.· με γεν., <i>λόχου λοχηγεῖν</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''λοχᾱγέω:''' Δωρ. και Αττ. αντί [[λοχηγέω]], [[ηγούμαι]] λόχου, [[διοικώ]] [[λόχον]] ([[συνήθως]] [[σώμα]] από 100 άνδρες), σε Ξεν.· με γεν., <i>λόχου λοχηγεῖν</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=λοχᾱγέω,<br />to [[lead]] a [[λόχος]] or [[company]] ([[commonly]] of 100 men), Xen.; c. gen., λόχου λοχηγεῖν Hdt. [doric and Attic for [[λοχηγέω]],] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:30, 16 March 2024
English (LSJ)
Dor. (borrowed by Att.) for λοχηγέω,
A lead a λόχος or company (commonly of 100 men), X.An. 6.1.30, Mem.3.1.5, Is.9.14: c. gen., λόχου λοχηγέων Hdt.9.53, cf. 21.
II consist of λοχαγοί, -γοῦν ζυγόν Ascl.Tact. 10.13, 11.1.
French (Bailly abrégé)
λοχαγῶ :
commander une compagnie.
Étymologie: λοχαγός.
German (Pape)
[ᾱ], dor. und att. statt λοχηγέω, ein Lochage sein, der Erste in der Loche sein, sie anführen, Xen. An. 5.9.30, Mem. 3.1.5; λόχου λοχηγεῖν, Her. 9.53, vgl. 21, v.l. λοχηγετέω; Plut. Pomp. 71.
Russian (Dvoretsky)
λοχᾱγέω: ион. λοχηγέω (тж. λόχου λ. Her.) командовать лохом (см. λόχος), быть лохагом Xen.
Greek (Liddell-Scott)
λοχᾱγέω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγέω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε λοχαγός), ἡγοῦμαι λόχου, διοικῶ λόχον (συνήθως σῶμα ἐξ 100 ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 5. 9, 30, Ἀπομν. 3. 1, 5, Ἰσαῖ. 76.9· μετὰ γεν., λόχου λοχηγεῖν Ἡρόδ. 9. 53, πρβλ. 21.
Greek Monotonic
λοχᾱγέω: Δωρ. και Αττ. αντί λοχηγέω, ηγούμαι λόχου, διοικώ λόχον (συνήθως σώμα από 100 άνδρες), σε Ξεν.· με γεν., λόχου λοχηγεῖν, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
λοχᾱγέω,
to lead a λόχος or company (commonly of 100 men), Xen.; c. gen., λόχου λοχηγεῖν Hdt. [doric and Attic for λοχηγέω,]