νεοσύλλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(3b)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neosyllektos
|Transliteration C=neosyllektos
|Beta Code=neosu/llektos
|Beta Code=neosu/llektos
|Definition=ον, = sq., <span class="bibl">D.H.8.13</span>, <span class="bibl">11.23</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.17.1</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>25</span>.
|Definition=νεοσύλλεκτον, = [[νεοσύλλογος]] ([[newly collected]], [[incurred]], [[newly levied]]), DH. 8.13, 11.23, J. ''BJ'' 1.17.1, Plu. ''Caes.'' 25.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] neuerdings, eben erst gesammelt, angeworben; [[στρατιά]], D. Hal. 8, 13; Plut. Caes. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] neuerdings, eben erst gesammelt, angeworben; [[στρατιά]], D. Hal. 8, 13; Plut. Caes. 25.
}}
{{elru
|elrutext='''νεοσύλλεκτος:''' Plut. = [[νεοσύλλογος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α [[νεοσύλλεκτος]], -ον)<br />αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[νεοσύλλεκτος]] και <i>η νεοσύλλεκτη</i><br />(ειδικά) αυτός που [[μόλις]] κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του [[θητεία]] ως [[οπλίτης]], [[ναύτης]] ή [[σμηνίτης]] («[[τάγμα]] νεοσυλλέκτων»).
|mltxt=και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α [[νεοσύλλεκτος]], -ον)<br />αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[νεοσύλλεκτος]] και <i>η νεοσύλλεκτη</i><br />(ειδικά) αυτός που [[μόλις]] κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του [[θητεία]] ως [[οπλίτης]], [[ναύτης]] ή [[σμηνίτης]] («[[τάγμα]] νεοσυλλέκτων»).
}}
{{elru
|elrutext='''νεοσύλλεκτος:''' Plut. = [[νεοσύλλογος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσύλλεκτος Medium diacritics: νεοσύλλεκτος Low diacritics: νεοσύλλεκτος Capitals: ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: neosýllektos Transliteration B: neosyllektos Transliteration C: neosyllektos Beta Code: neosu/llektos

English (LSJ)

νεοσύλλεκτον, = νεοσύλλογος (newly collected, incurred, newly levied), DH. 8.13, 11.23, J. BJ 1.17.1, Plu. Caes. 25.

German (Pape)

[Seite 245] neuerdings, eben erst gesammelt, angeworben; στρατιά, D. Hal. 8, 13; Plut. Caes. 25.

Russian (Dvoretsky)

νεοσύλλεκτος: Plut. = νεοσύλλογος.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσύλλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Διονύσ. Ἁλ. 8. 13., 11. 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 1.

Greek Monolingual

και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α νεοσύλλεκτος, -ον)
αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεοσύλλεκτος και η νεοσύλλεκτη
(ειδικά) αυτός που μόλις κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως οπλίτης, ναύτης ή σμηνίτηςτάγμα νεοσυλλέκτων»).