περικάδομαι: Difference between revisions

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source
(3b)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikadomai
|Transliteration C=perikadomai
|Beta Code=perika/domai
|Beta Code=perika/domai
|Definition=Dor. for -<b class="b3">κήδομαι</b>.
|Definition=Dor. for -[[κήδομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''περικάδομαι:''' дор. = [[περικήδομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>περικᾱδομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[care]] [[for]] c. gen. ([[Διόσκουροι]]) ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, [[μάλα]] μὲν [[ἀνδρῶν]] [[δικαίων]] περικαδόμενοι (N. 10.54)
|sltr=<b>περικᾱδομαι</b> [[care]] [[for]] c. gen. ([[Διόσκουροι]]) ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, [[μάλα]] μὲν [[ἀνδρῶν]] [[δικαίων]] περικαδόμενοι (N. 10.54)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικάδομαι:''' Δωρ. αντί -[[κήδομαι]].
|lsmtext='''περικάδομαι:''' Δωρ. αντί -[[κήδομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''περικάδομαι:''' дор. = [[περικήδομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικάδομαι Medium diacritics: περικάδομαι Low diacritics: περικάδομαι Capitals: ΠΕΡΙΚΑΔΟΜΑΙ
Transliteration A: perikádomai Transliteration B: perikadomai Transliteration C: perikadomai Beta Code: perika/domai

English (LSJ)

Dor. for -κήδομαι.

Russian (Dvoretsky)

περικάδομαι: дор. = περικήδομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περικάδομαι: Δωρ. ἀντὶ -κήδομαι, μάλα ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. Ν. 10, 100.

English (Slater)

περικᾱδομαι care for c. gen. (Διόσκουροι) ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (N. 10.54)

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) βλ. περικήδομαι.

Greek Monotonic

περικάδομαι: Δωρ. αντί -κήδομαι.