πηχύνομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(3b) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{elru | |||
|elrutext='''πηχύνομαι:''' (ῡ) заключать в объятия, обнимать (τινα χέρεσσιν Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηχύνομαι''': μέσ., [[λαμβάνω]] ἀνὰ χεῖρας, [[ἐναγκαλίζομαι]], χείρεσσι Ριανὸς ἐν Ἀνθ. Π. 12. 121, Ὀππ. Ἁλ. 4. 286, Νόνν. Δ. 9. 30· ― ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 972 χρῆται τῷ ἐνεργ. πηχύνω ἐπὶ ὁμοίας ἐννοίας, πρβλ. Νόνν. Δ. 25. 177. | |lstext='''πηχύνομαι''': μέσ., [[λαμβάνω]] ἀνὰ χεῖρας, [[ἐναγκαλίζομαι]], χείρεσσι Ριανὸς ἐν Ἀνθ. Π. 12. 121, Ὀππ. Ἁλ. 4. 286, Νόνν. Δ. 9. 30· ― ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 972 χρῆται τῷ ἐνεργ. πηχύνω ἐπὶ ὁμοίας ἐννοίας, πρβλ. Νόνν. Δ. 25. 177. | ||
Line 5: | Line 8: | ||
|lsmtext='''πηχύνομαι:''' [ῡ], Μέσ., [[παίρνω]] [[ανάμεσα]] στα χέρια μου, [[εναγκαλίζομαι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πηχύνομαι:''' [ῡ], Μέσ., [[παίρνω]] [[ανάμεσα]] στα χέρια μου, [[εναγκαλίζομαι]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=πηχύ¯νομαι,<br />Mid. to [[take]] [[into]] one's [[arms]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 6 October 2022
Russian (Dvoretsky)
πηχύνομαι: (ῡ) заключать в объятия, обнимать (τινα χέρεσσιν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πηχύνομαι: μέσ., λαμβάνω ἀνὰ χεῖρας, ἐναγκαλίζομαι, χείρεσσι Ριανὸς ἐν Ἀνθ. Π. 12. 121, Ὀππ. Ἁλ. 4. 286, Νόνν. Δ. 9. 30· ― ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 972 χρῆται τῷ ἐνεργ. πηχύνω ἐπὶ ὁμοίας ἐννοίας, πρβλ. Νόνν. Δ. 25. 177.
Greek Monotonic
πηχύνομαι: [ῡ], Μέσ., παίρνω ανάμεσα στα χέρια μου, εναγκαλίζομαι, σε Ανθ.