ταγά: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=taga
|Transliteration C=taga
|Beta Code=taga/
|Beta Code=taga/
|Definition=<b class="b3"></b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">time during which a</b> <b class="b3">τᾱγός</b> <b class="b2">holds office</b>, i.e. war-time, opp. <b class="b3">ἀταγία</b>, <span class="title">SIG</span>55 (Thessaly, v B.C.).</span>
|Definition=[[]], [[time during which a]] τᾱγός [[holds office]], i.e. war-time, opp. [[ἀταγία]], ''SIG''55 (Thessaly, v B.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾱγά Medium diacritics: ταγά Low diacritics: ταγά Capitals: ΤΑΓΑ
Transliteration A: tagá Transliteration B: taga Transliteration C: taga Beta Code: taga/

English (LSJ)

, time during which a τᾱγός holds office, i.e. war-time, opp. ἀταγία, SIG55 (Thessaly, v B.C.).

Greek Monolingual

ἁ, Α
1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί την εξουσία ο ταγός
2. συνεκδ. καιρός πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ταγός. Η λ. με τη σημ. «εποχή πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. ταγή με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη γραμμή της μάχης» και αποτελεί το αντίθετο του τ. ἀταγία].

Russian (Dvoretsky)

τᾱγά: ἁ дор. Arph. = ταγή.