Φαληρεύς: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(4b) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=Φαληρεύς | |||
|Medium diacritics=Φαληρεύς | |||
|Low diacritics=Φαληρεύς | |||
|Capitals=ΦΑΛΗΡΕΥΣ | |||
|Transliteration A=Phalēreús | |||
|Transliteration B=Phalēreus | |||
|Transliteration C=Falirefs | |||
|Beta Code=*falhreu/s | |||
|Definition=-έως, ὁ, a [[Phalerian]], Hdt. 5.63, etc.; fem. [[Φαληρίς]], -ίδος, St.Byz.; ''Adj.'' [[Φαληρικός]], ή, όν, Th. 2.13, Ar. ''Ach.'' 901, al. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />habitant <i>ou</i> originaire de Phalère.<br />'''Étymologie:''' [[Φάληρον]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />habitant <i>ou</i> originaire de Phalère.<br />'''Étymologie:''' [[Φάληρον]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, θηλ. Φαληρίς, - | |mltxt=ὁ, θηλ. Φαληρίς, -ίδος, Α<br />ο [[κάτοικος]] του Φαλήρου, [[Φαληριώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. [[Φαληρεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[Φάληρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[Χαλκιδεύς]]), ενώ το θηλ <i>Φαληρίς</i> με κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[Λεσβίς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Φᾰληρεύς:''' έως ὁ житель или уроженец Фалера Her. | |elrutext='''Φᾰληρεύς:''' έως ὁ [[житель или уроженец Фалера]] Her. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
-έως, ὁ, a Phalerian, Hdt. 5.63, etc.; fem. Φαληρίς, -ίδος, St.Byz.; Adj. Φαληρικός, ή, όν, Th. 2.13, Ar. Ach. 901, al.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Phalère.
Étymologie: Φάληρον.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. Φαληρίς, -ίδος, Α
ο κάτοικος του Φαλήρου, Φαληριώτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. Φαληρεύς < Φάληρον + κατάλ. -εύς (πρβλ. Χαλκιδεύς), ενώ το θηλ Φαληρίς με κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. Λεσβίς)].
Russian (Dvoretsky)
Φᾰληρεύς: έως ὁ житель или уроженец Фалера Her.