κρόνιππος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source
(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρόνιππος -ου, ὁ [κρόνιος, ἵππος] oud paard.
|elnltext=κρόνιππος -ου, ὁ [[[κρόνιος]], [[ἵππος]]] [[oud paard]].
}}
}}

Latest revision as of 13:59, 29 November 2022

Greek Monolingual

κρόνιππος, ὁ (Α)
μτφ. (ως υβριστικό) παλιάλογο («σὺ δ' εἶ κρόνιππος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος, μωρός» + ἵππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόνιππος -ου, ὁ [κρόνιος, ἵππος] oud paard.