συνεπιθυμητής: Difference between revisions

From LSJ

κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synepithymitis
|Transliteration C=synepithymitis
|Beta Code=sunepiqumhth/s
|Beta Code=sunepiqumhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one of the same desires</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Clit.</span>408c</span>.</span>
|Definition=συνεπιθυμητοῦ, ὁ, [[one of the same desires]], Pl.''Clit.''408c.
}}
{{elnl
|elnltext=συνεπιθυμητής -οῦ, ὁ [συνεπιθυμέω] [[iemand met dezelfde verlangens]].
}}
{{pape
|ptext=[θῡ], ὁ, <i>der mit od. [[zugleich]] [[verlangt]]</i>; Plat. <i>Clitoph</i>. 408c; Poll.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιθῡμητής:''' οῦ ὁ питающий те же стремления, т. е. сотоварищ (οἱ ἡλικιῶται καὶ συνεπιθυμηταί Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνεπιθυμῶ]]<br />αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=ὁ, Α [[συνεπιθυμῶ]]<br />αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον [[άλλο]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνεπιθυμῶ]]<br />αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιθῡμητής:''' οῦ ὁ питающий те же стремления, т. е. сотоварищ (οἱ ἡλικιῶται καὶ συνεπιθυμηταί Plat.).
}}
{{elnl
|elnltext=συνεπιθυμητής -οῦ, ὁ [συνεπιθυμέω] iemand met dezelfde verlangens.
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιθῡμητής Medium diacritics: συνεπιθυμητής Low diacritics: συνεπιθυμητής Capitals: ΣΥΝΕΠΙΘΥΜΗΤΗΣ
Transliteration A: synepithymētḗs Transliteration B: synepithymētēs Transliteration C: synepithymitis Beta Code: sunepiqumhth/s

English (LSJ)

συνεπιθυμητοῦ, ὁ, one of the same desires, Pl.Clit.408c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεπιθυμητής -οῦ, ὁ [συνεπιθυμέω] iemand met dezelfde verlangens.

German (Pape)

[θῡ], ὁ, der mit od. zugleich verlangt; Plat. Clitoph. 408c; Poll.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιθῡμητής: οῦ ὁ питающий те же стремления, т. е. сотоварищ (οἱ ἡλικιῶται καὶ συνεπιθυμηταί Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιθῡμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συνεπιθυμῶν, ὁ τὸ αὐτὸ ἐπιθυμῶν, συνεραστής, Πλάτ. Κλειτοφ. 480D.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεπιθυμῶ
αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον άλλο.