δρακόντειος: Difference between revisions

m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
mNo edit summary
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=drakonteios
|Transliteration C=drakonteios
|Beta Code=drako/nteios
|Beta Code=drako/nteios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a dragon</b>, κρημνοί <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1315</span>; νῶτα <span class="title">AP</span>12.257 (Mel.); δειραί <span class="title">APl.</span>4.90; πούς <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>4</span>.</span>
|Definition=δρακόντειον, [[of a dragon]], κρημνοί E.''Ph.''1315; νῶτα ''AP''12.257 (Mel.); δειραί ''APl.''4.90; πούς Luc.''Philops.''4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [tard. frec. -ος, -α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[del dragón]], [[dragontino]] κρημνῶν ἐκ δρακοντείων = <i>de los montes del dragón</i> en Tebas, E.<i>Ph</i>.1315, [[ἅρμα]] δρακοντείοισιν ὑποζεύξασα χαλινοῖς Deméter, Orph.<i>H</i>.40.14, [[πούς]] ref. a Hécate, Luc.<i>Philops</i>.24, ὀστέα Hld.10.26.2, δειραί <i>AP</i> 16.90, κεφαλὴν ... δρακοντείαν ... [[μέγεθος]] οὖσαν ταύρου ... κατὰ κεφαλήν Dam.<i>Isid</i>.140, cf. Ath.Al.M.27.336D<br /><b class="num">•</b> [[de serpiente]], [[serpentino]] καμφθεῖσα δρακοντείοις [[ἴσα]] νώτοις <i>AP</i> 12.257 (Mel.), [[αἷμα]] <i>PMag</i>.4.2004, ἐθείρη Nonn.<i>D</i>.2.612, cf. Eun.<i>Hist</i>.42.53.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ [[δρακοντεία]], v. [[δρακοντία]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[de dragon]];<br /><b>2</b> [[habité par des dragons]].<br />'''Étymologie:''' [[δράκων]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[vom Drachen]], [[drachenartig]]</i>; κρημνῶν Eur. <i>Phoen</i>. 1515; νῶτα, [[Schlangenrücken]], Mel. 129 (XII.557); ποας Luc. <i>Philops</i>. 24.
}}
{{elru
|elrutext='''δρᾰκόντειος:'''<br /><b class="num">1</b> [[драконий]], [[змеиный]] (νῶτα Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[змеевидный]] (Ἐκάτης [[πούς]] Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[обитаемый драконами]] или [[змеями]] (κρημνοί Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δρᾰκόντειος''': -ον, ἀνήκων εἰς δράκοντα, Εὐρ. Φοιν. 1325, Ἀνθ. Π. 12. 257, Πλαν. 4, 90.
|lstext='''δρᾰκόντειος''': -ον, ἀνήκων εἰς δράκοντα, Εὐρ. Φοιν. 1325, Ἀνθ. Π. 12. 257, Πλαν. 4, 90.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de dragon;<br /><b>2</b> habité par des dragons.<br />'''Étymologie:''' [[δράκων]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 31:
|lsmtext='''δρᾰκόντειος:''' -ον ([[δράκων]]), αυτός που ανήκει σε δράκο, σε Ευρ., Ανθ.
|lsmtext='''δρᾰκόντειος:''' -ον ([[δράκων]]), αυτός που ανήκει σε δράκο, σε Ευρ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''δρᾰκόντειος:'''<br /><b class="num">1)</b> драконий, змеиный (νῶτα Anth.);<br /><b class="num">2)</b> змеевидный (Ἐκάτης [[πούς]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> обитаемый драконами или змеями (κρημνοί Eur.).
|mdlsjtxt=δρᾰκόντειος, ον <i>adj</i> [[δράκων]]<br />of a [[dragon]], Eur., Anth.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[de serpiente]] τὸ δὲ μέλαν· αἷμα δρακόντειον καὶ αἰθάλη χρυσοχοϊκή <b class="b3">la tinta: sangre de serpiente y polvo de orfebre</b> P IV 2004 ἐπάκουσόν μοι, ... ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν δρακοντείων θεῶν <b class="b3">escúchame tú, el que está sentado sobre los dioses con aspecto de serpiente</b> P XXIIb 12
}}
}}

Latest revision as of 12:43, 4 March 2024

English (LSJ)

δρακόντειον, of a dragon, κρημνοί E.Ph.1315; νῶτα AP12.257 (Mel.); δειραί APl.4.90; πούς Luc.Philops.4.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [tard. frec. -ος, -α, -ον
1 del dragón, dragontino κρημνῶν ἐκ δρακοντείων = de los montes del dragón en Tebas, E.Ph.1315, ἅρμα δρακοντείοισιν ὑποζεύξασα χαλινοῖς Deméter, Orph.H.40.14, πούς ref. a Hécate, Luc.Philops.24, ὀστέα Hld.10.26.2, δειραί AP 16.90, κεφαλὴν ... δρακοντείαν ... μέγεθος οὖσαν ταύρου ... κατὰ κεφαλήν Dam.Isid.140, cf. Ath.Al.M.27.336D
de serpiente, serpentino καμφθεῖσα δρακοντείοις ἴσα νώτοις AP 12.257 (Mel.), αἷμα PMag.4.2004, ἐθείρη Nonn.D.2.612, cf. Eun.Hist.42.53.
2 subst. ἡ δρακοντεία, v. δρακοντία.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de dragon;
2 habité par des dragons.
Étymologie: δράκων.

German (Pape)

vom Drachen, drachenartig; κρημνῶν Eur. Phoen. 1515; νῶτα, Schlangenrücken, Mel. 129 (XII.557); ποας Luc. Philops. 24.

Russian (Dvoretsky)

δρᾰκόντειος:
1 драконий, змеиный (νῶτα Anth.);
2 змеевидный (Ἐκάτης πούς Luc.);
3 обитаемый драконами или змеями (κρημνοί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκόντειος: -ον, ἀνήκων εἰς δράκοντα, Εὐρ. Φοιν. 1325, Ἀνθ. Π. 12. 257, Πλαν. 4, 90.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δρακόντειος, -ον
Μ και δρακόντεος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο
2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα
νεοελλ.
1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι»)
2. αστρον. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστερισμό του δράκοντα
3. φρ. α) αστρον. «δρακόντειος μήνας» ή «δρακόντεια περίοδος» — το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διελεύσεων της σελήνης από τον ίδιο σύνδεσμο
β) «δρακόντειο αίμα» — ρητινώδης, ερυθρωπός χυμός δέντρων της Ινδικής.

Greek Monotonic

δρᾰκόντειος: -ον (δράκων), αυτός που ανήκει σε δράκο, σε Ευρ., Ανθ.

Middle Liddell

δρᾰκόντειος, ον adj δράκων
of a dragon, Eur., Anth.

Léxico de magia

-ον de serpiente τὸ δὲ μέλαν· αἷμα δρακόντειον καὶ αἰθάλη χρυσοχοϊκή la tinta: sangre de serpiente y polvo de orfebre P IV 2004 ἐπάκουσόν μοι, ... ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν δρακοντείων θεῶν escúchame tú, el que está sentado sobre los dioses con aspecto de serpiente P XXIIb 12