μείον: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑM μεῑον, -ονος)<br /><b>βλ.</b> [[μείων]].<br /> <b>(II)</b><br />μεῑον, -ου, τὸ (Α)<br />το [[πρόβατο]] το οποίο προσφερόταν [[κατά]] την [[τρίτη]] [[ημέρα]] της εορτής τών Απατουρίων, που τελούνταν στην αρχαία Αθήνα, από [[πατέρα]] ως [[θυσία]] [[μαζί]] και [[δώρο]] για την [[εγγραφή]] του γιου του στους καταλόγους τών φρατόρων («τὸ ἱερὸν τὸ [[ὑπὲρ]] τῶν εἰς τοὺς φράτορας εἰσαγομένων παίδων», Πολύδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του ουδ. [[μεῖον]] του συγκρ. [[μείων]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ον</i>, -<i>ου</i>].<br /> <b>(III)</b><br />μεῑον, τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μήον]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑM μεῖον, -ονος)<br /><b>βλ.</b> [[μείων]].<br /> <b>(II)</b><br />μεῖον, -ου, τὸ (Α)<br />το [[πρόβατο]] το οποίο προσφερόταν [[κατά]] την [[τρίτη]] [[ημέρα]] της εορτής τών Απατουρίων, που τελούνταν στην αρχαία Αθήνα, από [[πατέρα]] ως [[θυσία]] [[μαζί]] και [[δώρο]] για την [[εγγραφή]] του γιου του στους καταλόγους τών φρατόρων («τὸ ἱερὸν τὸ [[ὑπὲρ]] τῶν εἰς τοὺς φράτορας εἰσαγομένων παίδων», Πολύδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του ουδ. [[μεῖον]] του συγκρ. [[μείων]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ον</i>, -<i>ου</i>].<br /> <b>(III)</b><br />μεῖον, τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μήον]].
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

(I)
το (ΑM μεῖον, -ονος)
βλ. μείων.
(II)
μεῖον, -ου, τὸ (Α)
το πρόβατο το οποίο προσφερόταν κατά την τρίτη ημέρα της εορτής τών Απατουρίων, που τελούνταν στην αρχαία Αθήνα, από πατέρα ως θυσία μαζί και δώρο για την εγγραφή του γιου του στους καταλόγους τών φρατόρων («τὸ ἱερὸν τὸ ὑπὲρ τῶν εἰς τοὺς φράτορας εἰσαγομένων παίδων», Πολύδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ουδ. μεῖον του συγκρ. μείων, κατά τα ουδ. σε -ον, -ου].
(III)
μεῖον, τὸ (Α)
βλ. μήον.