προσαραρίσκω: Difference between revisions

(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosararisko
|Transliteration C=prosararisko
|Beta Code=prosarari/skw
|Beta Code=prosarari/skw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fit to</b>: pf. <span class="bibl">2</span> <b class="b3">προσάρᾱρα</b>, Ion. <b class="b3">-άρηρα</b>, intr., <b class="b2">to be fitted to</b>, <b class="b3">ἐπίσσωτρα προσαρηρότα</b> tires <b class="b2">firmly fitted</b>, <span class="bibl">Il.5.725</span>; ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν -αραρέναι <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.7.6</span>: Ep. pf. Pass., προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>431</span>.</span>
|Definition=[[fit to]]: pf. 2 προσάρᾱρα, Ion. -άρηρα, intr., to [[be fitted to]], <b class="b3">ἐπίσσωτρα προσαρηρότα</b> tires [[firmly fitted]], Il.5.725; ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν -αραρέναι X.''HG''4.7.6: Ep. pf. Pass., προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ Hes.''Op.''431.
}}
{{ls
|lstext='''προσᾰρᾰρίσκω''': [[προσαρμόζω]] [[πρός]]...: ― πρκμ. β΄ προσάρᾱρα, Ἰωνικ. -άρηρα, ἀμεταβ., προσαρμόζομαι εἰς..., χάλκε’ ἐπίσωτρα προσαρηρότα, [[καλῶς]] προσηρμοσμένα, Ἰλ. Ε. 725· [[Ἰωνικός]] τις παθητ. πρκμ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσιόδ., προσαρήρεται ἱστοβοῆι Ἔργ. κ. Ἡμ. 429 (431).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ajuster <i>ou</i> fixer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀραρίσκω]].
|btext=ajuster <i>ou</i> fixer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀραρίσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(αμτβ.)</b> προσαρμόζομαι σε [[κάτι]] («ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῑς [[ὥσπερ]] νυκτερίδες πρὸς τοῑς τείχεσιν προσαραρέναι», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[ταιριάζω]] [[μαζί]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσᾰρᾰρίσκω:''' [[προσαρμόζω]]· παρακ. βʹ <i>προσάρᾱρα</i>, Ιων. <i>-άρηρα</i>· αμτβ., προσαρμόζομαι, <i>ἐπίσσωτρα προσαρηρότα</i>, [[καλά]] προσαρμοσμένα, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. <i>προσαρήρεται</i>, σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσ-αραρίσκω, alleen perf. προσᾰ́ρᾱρᾰ; onregelm. conj. aor. redupl. Ion. προσαρήρεται vastmaken; med.. εὖτ ’ ἂν Ἀθηναίης δμῳός... προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ wanneer de dienaar van Athene (het hout) heeft bevestigd aan de ploegboom Hes. Op. 431. act. perf. intrans. vastgemaakt zijn:. χάλκε ’ ἐπίσσωτρα προσαρηρότα bronzen wielbanden zaten erop vast Il. 5.725; ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν... προσαραρέναι als vleermuizen tegen de muren gedrukt zijn Xen. Hell. 4.7.6.
|elnltext=προσ-αραρίσκω, alleen perf. προσᾰ́ρᾱρᾰ; onregelm. conj. aor. redupl. Ion. προσαρήρεται vastmaken; med.. εὖτ’ ἂν Ἀθηναίης δμῳός... προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ wanneer de dienaar van Athene (het hout) heeft bevestigd aan de ploegboom Hes. Op. 431. act. perf. intrans. vastgemaakt zijn:. χάλκε’ ἐπίσσωτρα προσαρηρότα bronzen wielbanden zaten erop vast Il. 5.725; ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν... προσαραρέναι als vleermuizen tegen de muren gedrukt zijn Xen. Hell. 4.7.6.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσᾰρᾰρίσκω:''' (только part. pf. act. [[προσαρηρώς]] и 3 л. sing. pf. pass. προσαρήρεται) прилаживать, прикреплять (ἐπίσσωτρα προσαρηρότα Hom.).
|elrutext='''προσᾰρᾰρίσκω:''' (только part. pf. act. [[προσαρηρώς]] и 3 л. sing. pf. pass. προσαρήρεται) прилаживать, прикреплять (ἐπίσσωτρα προσαρηρότα Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''προσᾰρᾰρίσκω''': [[προσαρμόζω]] [[πρός]]...: ― πρκμ. β΄ προσάρᾱρα, Ἰωνικ. -άρηρα, ἀμεταβ., προσαρμόζομαι εἰς..., χάλκε’ ἐπίσωτρα προσαρηρότα, [[καλῶς]] προσηρμοσμένα, Ἰλ. Ε. 725· [[Ἰωνικός]] τις παθητ. πρκμ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσιόδ., προσαρήρεται ἱστοβοῆι Ἔργ. κ. Ἡμ. 429 (431).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(αμτβ.)</b> προσαρμόζομαι σε [[κάτι]] («ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς [[ὥσπερ]] νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν προσαραρέναι», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[ταιριάζω]] [[μαζί]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσᾰρᾰρίσκω:''' [[προσαρμόζω]]· παρακ. βʹ <i>προσάρᾱρα</i>, Ιων. <i>-άρηρα</i>· αμτβ., προσαρμόζομαι, <i>ἐπίσσωτρα προσαρηρότα</i>, [[καλά]] προσαρμοσμένα, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. <i>προσαρήρεται</i>, σε Ησίοδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=perf. 2 προσάρᾱρα ionic -άρηρα<br />to fit to:—intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires [[firmly]] fitted, Il.: an ionic perf. [[pass]]. προσαρήρεται Hes.
|mdlsjtxt=perf. 2 προσάρᾱρα ionic -άρηρα<br />to fit to:—intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires [[firmly]] fitted, Il.: an ionic perf. [[pass]]. προσαρήρεται Hes.
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

English (LSJ)

fit to: pf. 2 προσάρᾱρα, Ion. -άρηρα, intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.5.725; ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν -αραρέναι X.HG4.7.6: Ep. pf. Pass., προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ Hes.Op.431.

French (Bailly abrégé)

ajuster ou fixer à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀραρίσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αραρίσκω, alleen perf. προσᾰ́ρᾱρᾰ; onregelm. conj. aor. redupl. Ion. προσαρήρεται vastmaken; med.. εὖτ’ ἂν Ἀθηναίης δμῳός... προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ wanneer de dienaar van Athene (het hout) heeft bevestigd aan de ploegboom Hes. Op. 431. act. perf. intrans. vastgemaakt zijn:. χάλκε’ ἐπίσσωτρα προσαρηρότα bronzen wielbanden zaten erop vast Il. 5.725; ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν... προσαραρέναι als vleermuizen tegen de muren gedrukt zijn Xen. Hell. 4.7.6.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰρᾰρίσκω: (только part. pf. act. προσαρηρώς и 3 л. sing. pf. pass. προσαρήρεται) прилаживать, прикреплять (ἐπίσσωτρα προσαρηρότα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω πρός...: ― πρκμ. β΄ προσάρᾱρα, Ἰωνικ. -άρηρα, ἀμεταβ., προσαρμόζομαι εἰς..., χάλκε’ ἐπίσωτρα προσαρηρότα, καλῶς προσηρμοσμένα, Ἰλ. Ε. 725· Ἰωνικός τις παθητ. πρκμ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσιόδ., προσαρήρεται ἱστοβοῆι Ἔργ. κ. Ἡμ. 429 (431).

Greek Monolingual

Α
(αμτβ.) προσαρμόζομαι σε κάτι («ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν προσαραρέναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀραρίσκω «συνδέω, ταιριάζω μαζί»].

Greek Monotonic

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω· παρακ. βʹ προσάρᾱρα, Ιων. -άρηρα· αμτβ., προσαρμόζομαι, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα, καλά προσαρμοσμένα, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. προσαρήρεται, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

perf. 2 προσάρᾱρα ionic -άρηρα
to fit to:—intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.: an ionic perf. pass. προσαρήρεται Hes.