νεόπηκτος: Difference between revisions

(1ba)
mNo edit summary
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=νεόπηκτος
|Medium diacritics=νεόπηκτος
|Low diacritics=νεόπηκτος
|Capitals=ΝΕΟΠΗΚΤΟΣ
|Transliteration A=neópēktos
|Transliteration B=neopēktos
|Transliteration C=neopiktos
|Beta Code=neo/phktos
|Definition=νεόπηκτον, [[fresh-curdled]], [[τυρός]] ''Batr.'' 38; [[newly burnt]], [[κεραμίς]] Hp. ''Mul.'' 2.206; [[newly built]], [[θάλαμος|θάλαμοι]] Hld. 6.11.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0243.png Seite 243]] = [[νεοπαγής]], [[τυρός]], Batrach. 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0243.png Seite 243]] = [[νεοπαγής]], [[τυρός]], Batrach. 38.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''νεόπηκτος''': -ον, ἴδε [[νεοπηγής]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[fraîchement caillé]];<br /><b>2</b> de cuisson récente (brique).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fraîchement caillé;<br /><b>2</b> de cuisson récente (brique).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πήγνυμι]].
|elrutext='''νεόπηκτος:''' [[недавно затвердевший]], т. е. [[свежий]], [[молодой]] ([[τυρός]] Batr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεόπηκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς [[νεόπηκτος]]», Βατραχομ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατέστη [[στερεός]] [[αφού]] [[πρώτα]] ψήθηκε («νεοπήκτου κεραμῑδος», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πηκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>πηκτος</i>, <i>κρυσταλλό</i>-<i>πηκτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεόπηκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς [[νεόπηκτος]]», Βατραχομ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατέστη [[στερεός]] [[αφού]] [[πρώτα]] ψήθηκε («νεοπήκτου κεραμῖδος», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πηκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. [[εύπηκτος]], [[κρυσταλλόπηκτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεόπηκτος:''' -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.
|lsmtext='''νεόπηκτος:''' -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''νεόπηκτος:''' недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой ([[τυρός]] Batr.).
|lstext='''νεόπηκτος''': -ον, ἴδε [[νεοπηγής]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-πηκτος, ον<br />[[fresh]] [[curdled]], [[fresh]] made, Babr.
|mdlsjtxt=νεό-πηκτος, ον<br />[[fresh]] [[curdled]], [[fresh]] made, Babr.
}}
}}

Latest revision as of 19:31, 29 October 2024

English (LSJ)

νεόπηκτον, fresh-curdled, τυρός Batr. 38; newly burnt, κεραμίς Hp. Mul. 2.206; newly built, θάλαμοι Hld. 6.11.

German (Pape)

[Seite 243] = νεοπαγής, τυρός, Batrach. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fraîchement caillé;
2 de cuisson récente (brique).
Étymologie: νέος, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

νεόπηκτος: недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой (τυρός Batr.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεόπηκτος, -ον)
1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.)
2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.)
αρχ.
αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε («νεοπήκτου κεραμῖδος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. εύπηκτος, κρυσταλλόπηκτος].

Greek Monotonic

νεόπηκτος: -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.

Greek (Liddell-Scott)

νεόπηκτος: -ον, ἴδε νεοπηγής.

Middle Liddell

νεό-πηκτος, ον
fresh curdled, fresh made, Babr.