οίκοι: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[οἴκοι]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[σπίτι]], κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ | |mltxt=(Α [[οἴκοι]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[σπίτι]], κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῖν [[οἴκοι]] ἔνεστι [[γόος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «του επιβλήθηκε [[οίκοι]] [[περιορισμός]]»)<br /><b>2.</b> στην [[πατρίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] το [[σπίτι]] ή [[προς]] την [[πατρίδα]]<br /><b>2.</b> (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, τὸ [[οἴκοι]]<br />ο [[σχετικός]] με το [[σπίτι]] ή με την [[πατρίδα]] («ἡ [[οἴκοι]] [[δίαιτα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενάρθρως ως ουσ.) α) ἡ [[οἴκοι]]<br />(ενν. [[πόλις]]) η [[πατρίδα]]<br />β) τὰ [[οἴκοι]]<br /><i>i</i>) οι οικιακές υποθέσεις<br />ii) τα οικιακά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. προερχόμενο από την παλαιά τοπική [[πτώση]] [[οἴκοι]] του [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> [[πέδοι]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:45, 28 March 2021
Greek Monolingual
(Α οἴκοι)
επίρρ.
1. στο σπίτι, κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος», Ομ. Ιλ.
β. «του επιβλήθηκε οίκοι περιορισμός»)
2. στην πατρίδα
αρχ.
1. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα
2. (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) ὁ, ἡ, τὸ οἴκοι
ο σχετικός με το σπίτι ή με την πατρίδα («ἡ οἴκοι δίαιτα», Σοφ.)
3. (ενάρθρως ως ουσ.) α) ἡ οἴκοι
(ενν. πόλις) η πατρίδα
β) τὰ οἴκοι
i) οι οικιακές υποθέσεις
ii) τα οικιακά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. προερχόμενο από την παλαιά τοπική πτώση οἴκοι του οἶκος (πρβλ. πέδοι)].