κωλυτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolytirios
|Transliteration C=kolytirios
|Beta Code=kwluth/rios
|Beta Code=kwluth/rios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">preventive</b>, <b class="b3">σημεῖα κ. τινός</b> <b class="b2">of</b>... <span class="bibl">D.H.11.62</span>; <b class="b3">θῦσαι τὰ κωλυτήρια</b> (sc. <b class="b3">ἱερά</b>) <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>28.141</span>, <span class="bibl">Apollon. <span class="title">Mir.</span>4</span>: as Subst. κωλυτήριον, τό, παρατριμμάτων Dsc.1.103.</span>
|Definition=α, ον, [[preventive]], <b class="b3">σημεῖα κ. τινός</b> of... D.H.11.62; <b class="b3">θῦσαι τὰ κωλυτήρια</b> (''[[sc.]]'' [[ἱερά]]) Iamb.''VP''28.141, Apollon. ''Mir.''4: as [[substantive]] κωλυτήριον, τό, παρατριμμάτων Dsc.1.103.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡτήριος Medium diacritics: κωλυτήριος Low diacritics: κωλυτήριος Capitals: ΚΩΛΥΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kōlytḗrios Transliteration B: kōlytērios Transliteration C: kolytirios Beta Code: kwluth/rios

English (LSJ)

α, ον, preventive, σημεῖα κ. τινός of... D.H.11.62; θῦσαι τὰ κωλυτήρια (sc. ἱερά) Iamb.VP28.141, Apollon. Mir.4: as substantive κωλυτήριον, τό, παρατριμμάτων Dsc.1.103.

German (Pape)

[Seite 1543] verhindernd, σημεῖα κωλυτήρια τοῦ πράττειν D. Hal. 11, 62; τὰ κωλυτήρια, Opfer, um Etwas abzuwenden, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡτήριος: -α, -ον, ἐμποδίζων, τινος, ἀπό τινος, Διον. Ἀλ. 11. 62· ― θῦσαι τὰ κωλυτήρια Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 141, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κωλυτήριος, -ία -ον) κωλυτήρ
αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κωλυτήριο(ν)
χοντρό σχοινί με το οποίο δενόταν σφιχτά το πυροβόλο στη βάση του για να αποφευχθεί ο ανατροχασμός του κατά την εκπυρσοκρότηση
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κωλυτήριον
το εμπόδιο.