θῦσαι
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
ῶν, αἱ, like θυιάδες, Bacchantes, Lyc.106; v.l. θύστῃσιν, cf. θυστάς, θύστης.
German (Pape)
[Seite 1228] αἱ, die Bacchantinnen, vgl. θυιάδες, Lycophr. 106.
Greek (Liddell-Scott)
θῦσαι: (θύσαι Θησ. Στ.), ῶν, αἱ ὡς τὸ θυιάδες, μαινάδες Βάκχαι, Λυκόφρ. 106· ἀλλὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγρ. ἔχουσι θύστῃσιν, ὡς εἰ ἐκ τοῦ θύσται, πρβλ. θυστάς.
Greek Monolingual
θῡσαι, αἱ, ποιητ. τ. (Α) [θύω ΙΙ]
(ποιητ. τ.) θυιάδες, θάκχες, μαινάδες.
Greek Monotonic
θῦσαι: [ῠ], απαρ. αορ. αʹ του θύω Α.