μοιάζω: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ομοιάζω]] (ΑΜ [[ὁμοιάζω]])<br />έχω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή τον χαρακτήρα κάποιου άλλου, [[είμαι]] [[παρόμοιος]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως απρόσ.) <i>μοιάζει</i><br />φαίνεται («μοιάζει να [[είναι]] [[ενδιαφέρον]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δεν σού [[μοιάζω]]» — δεν έχω τις συνήθειές σου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ως απρόσ.) ταιριάζει, αρμόζει (α. «δεν σού μοιάζει να κάνεις τον έξυπνο» β. «σαν το μετρήση μια και δυό και βρίσκη το πως μοιάζει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συγκρίνω]], [[παραβάλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμοιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὅμοιος]]), με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ὀμμάτιον]] > [[μάτι]])].
|mltxt=και [[ομοιάζω]] (ΑΜ [[ὁμοιάζω]])<br />έχω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή τον χαρακτήρα κάποιου άλλου, [[είμαι]] [[παρόμοιος]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως απρόσ.) <i>μοιάζει</i><br />φαίνεται («μοιάζει να [[είναι]] [[ενδιαφέρον]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δεν σού [[μοιάζω]]» — δεν έχω τις συνήθειές σου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ως απρόσ.) ταιριάζει, αρμόζει (α. «δεν σού μοιάζει να κάνεις τον έξυπνο» β. «σαν το μετρήση μια και δυό και βρίσκη το πως μοιάζει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συγκρίνω]], [[παραβάλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμοιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὅμοιος]]), με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ο</i>- ([[πρβλ]]. [[ὀμμάτιον]] > [[μάτι]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

και ομοιάζω (ΑΜ ὁμοιάζω)
έχω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή τον χαρακτήρα κάποιου άλλου, είμαι παρόμοιος με κάποιον ή με κάτι
νεοελλ.
1. (ως απρόσ.) μοιάζει
φαίνεται («μοιάζει να είναι ενδιαφέρον»
2. φρ. «δεν σού μοιάζω» — δεν έχω τις συνήθειές σου
νεοελλ.-μσν.
(ως απρόσ.) ταιριάζει, αρμόζει (α. «δεν σού μοιάζει να κάνεις τον έξυπνο» β. «σαν το μετρήση μια και δυό και βρίσκη το πως μοιάζει», Ερωτόκρ.)
αρχ.
συγκρίνω, παραβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοιάζω (< ὅμοιος), με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον > μάτι)].