μεγαλειότητα: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μεγαλειότης]], η (ΑM [[μεγαλειότης]], -ητος) [[μεγαλείος]]<br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρέπεια]], [[εξοχότητα]], [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]] («ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι τοῦ | |mltxt=και [[μεγαλειότης]], η (ΑM [[μεγαλειότης]], -ητος) [[μεγαλείος]]<br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρέπεια]], [[εξοχότητα]], [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]] («ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[προσηγορία]] αυτοκρατόρων και βασιλέων («η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 13 June 2022
Greek Monolingual
και μεγαλειότης, η (ΑM μεγαλειότης, -ητος) μεγαλείος
1. μεγαλοπρέπεια, εξοχότητα, λαμπρότητα, μεγαλείο («ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
2. προσηγορία αυτοκρατόρων και βασιλέων («η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ»).