πεντάτροπος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πέντε]] τρόπους ή αυτός που εμφανίζεται σε [[πέντε]] τρόπους («[[πεντάτροπος]] [[κίνησις]] τοῦ ἡλίου», Ψ. Διον.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πέντε]] τρόπους ή αυτός που εμφανίζεται σε [[πέντε]] τρόπους («[[πεντάτροπος]] [[κίνησις]] τοῦ ἡλίου», Ψ. Διον.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] ([[πρβλ]]. [[τετράτροπος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:53, 11 May 2023
German (Pape)
[Seite 557] von fünffacher Art, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάτροπος: -ον, ὁ κατὰ πέντε τρόπους, πεντάτροπος κίνησις, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ψευδο-Διονύσ. 1080D.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πέντε τρόπους ή αυτός που εμφανίζεται σε πέντε τρόπους («πεντάτροπος κίνησις τοῦ ἡλίου», Ψ. Διον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + τρόπος (πρβλ. τετράτροπος)].