пышно: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(6) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πλουσίως]], [[τραγικῶς]], [[μεγαλοπρεπῶς]], [[μεγαλοπρεπέως]], [[ἀγαυρῶς]], [[μεγάλως]], [[σεμνῶς]], [[προστατικῶς]], [[πανηγυρικῶς]], [[ὀγκηρῶς]], [[ἐπισήμως]], [[σοβαρῶς]], [[μεγαλωστί]] | |rueltext=[[πλουσίως]], [[τραγικῶς]], [[μεγαλοπρεπῶς]], [[μεγαλοπρεπέως]], [[ἀγαυρῶς]], [[μεγάλως]], [[σεμνῶς]], [[προστατικῶς]], [[πανηγυρικῶς]], [[ὀγκηρῶς]], [[ἐπισήμως]], [[σοβαρῶς]], [[μεγαλωστί]], [[περισσῶς]], [[ὑπερηφάνως]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 18 October 2019
Russian > Greek
πλουσίως, τραγικῶς, μεγαλοπρεπῶς, μεγαλοπρεπέως, ἀγαυρῶς, μεγάλως, σεμνῶς, προστατικῶς, πανηγυρικῶς, ὀγκηρῶς, ἐπισήμως, σοβαρῶς, μεγαλωστί, περισσῶς, ὑπερηφάνως