противопоставлять: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιτειχίζω]], [[ἀντιπαρεξάγω]], [[ἀντιτάσσω]], [[ἀντιτάττω]], [[εἰσπέμπω]], [[ἀντιδιαστέλλω]], [[ἀντανίστημι]], [[ἀντιφέρω]], [[ἀντιπροκαλέομαι]], [[ἀντιπαρατείνω]], [[ἀντιτίθημι]], [[ἀντεκφέρω]], [[ἀντιδιαιρέω]], [[ἐντάσσω]], [[ἐντάττω]], [[προσίστημι]], [[ἀντικαθίστημι]], [[ἀνθίστημι]], [[ἀντίστημι]], [[ἀντιτείνω]] | |rueltext=[[παραβάλλω]], [[ὑφίστημι]], [[ἐπιτειχίζω]], [[ἀντιπαρεξάγω]], [[ἀντιτάσσω]], [[ἀντιτάττω]], [[εἰσπέμπω]], [[ἀντιδιαστέλλω]], [[ἀντανίστημι]], [[ἀντιφέρω]], [[ἀντιπροκαλέομαι]], [[ἀντιπαρατείνω]], [[ἀντιτίθημι]], [[ἀντεκφέρω]], [[ἀντιδιαιρέω]], [[ἐντάσσω]], [[ἐντάττω]], [[προσίστημι]], [[ἀντικαθίστημι]], [[ἀνθίστημι]], [[ἀντίστημι]], [[ἀντιτείνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 15 October 2019
Russian > Greek
παραβάλλω, ὑφίστημι, ἐπιτειχίζω, ἀντιπαρεξάγω, ἀντιτάσσω, ἀντιτάττω, εἰσπέμπω, ἀντιδιαστέλλω, ἀντανίστημι, ἀντιφέρω, ἀντιπροκαλέομαι, ἀντιπαρατείνω, ἀντιτίθημι, ἀντεκφέρω, ἀντιδιαιρέω, ἐντάσσω, ἐντάττω, προσίστημι, ἀντικαθίστημι, ἀνθίστημι, ἀντίστημι, ἀντιτείνω