ἀντιπαρεξάγω
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
English (LSJ)
[ᾰγ],
A lead on against the enemy, τὴν δύναμιν, τὸν ἵππον, Plu.Luc.27, Pyrrh.16: metaph., cite an authority in contradiction of another, Gal.8.715; incite to rivalry, Them.Or.22.275d.
2 bring into action as an enemy, τὸν θεόν J.AJ18.8.1.
3 (sc. στρατόν) march against, Philipp. ap. D.18.39: metaph., adduce arguments against, [τοῖς ποιηταῖς] D.Chr.7.98, cf. Ael.VH4.9, S.E.M.7.166.
b march parallel with, τινί Plu.Aem.30, cf. Arr.An.5.17.1: c. acc, τὴν δύναμιν Plu.Luc.27.
II compare, ἑαυτὸν πρός τινα Id.2.470b.
Spanish (DGE)
I tr.
1 conducir paralelamente τὴν δύναμιν Plu.Luc.27, τὸν ἵππον Plu.Pyrrh.16
•fig. comparar c. ac. y dat. ταῖς τῶν παρανόμων κολάσεσι τὰ τῶν ἁγίων γέρα Origenes M.17.125D, cf. Basil.M.29.32A.
2 fig. hacerse a alguien enemigo de uno τὸν θεόν I.AI 18.260, cf. Eus.DE 10.8.92.
II intr.
1 marchar paralelamente a c. dat. τῷ ῥοθίῳ Plu.Aem.30, τῇ ἐλάσει Arr.An.5.17.1.
2 marchar en la dirección opuesta fig. tender hacia lo contrario τὴν εἰρήνην συνθέμενοι καὶ ὁμοίως ἀντιπαρεξάγοντες habiendo concertado la paz y al mismo tiempo yendo en contra Philipp.Maced.1, σφαλερὰ γὰρ ἡ ὁμοιότης ... ἠρέμα ἀντιπαρεξάγειν εἰς ἅμιλλαν Them.Or.22.275d.
3 polemizar, hacer la competencia, rivalizar de políticos, escuelas médicas, filosóficas, etc., c. dat. τῇ Κλέωνος εὐχερείᾳ Plu.Nic.3, αὐτοῖς (los de la escuela de Herófilo), Gal.8.715, ἐκείνοις (τοῖς ποιηταῖς) D.Chr.7.98
•abs. ἀντιπαρεξήγαγεν ἐν τῷ περιπάτῳ ἑταίρους ἔχων de Arist. como rival de la Academia, Ael.VH 4.9
•argumentar contra c. dat. y ac. adv. ταῦτα μὲν ἀντιπαρεξάγων τοῖς ἄλλοις φιλοσόφοις S.E.M.7.166
•fig. compararse, competir πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Plu.2.470b.
German (Pape)
[Seite 257] (s. ἄγω), 1) dagegen herausführen; opponiren, Sext. Emp.; ein Heer so vorrücken lassen, daß es den Feind immer im Angesichte hat, Dem. 18, 39, in einem Briefe Philipps; entgegenrücken, Arr. An. 5, 17; Plut. Aem. Paull. 30. – 2) sich vergleichen, Plut. πρός τινα, mit Jem., de tranqu. an. 10.
French (Bailly abrégé)
I. tr. faire sortir contre : ἀ. τὴν δύναμιν, τὸ κέρας PLUT conduire ses troupes, l'aile d'une armée contre l'ennemi;
II. intr.
1 marcher contre, τινι;
2 marcher parallèlement avec, τινι;
3 se comparer : πρός τινα à qqn.
Étymologie: ἀντί, παρεξάγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπαρεξάγω:
1 выводить против или навстречу (τὴν δύναμιν, τοὺς στρατιώτας ἐπὶ τὸ δεξιόν Plut.);
2 (sc. στρατόν) двигаться в боевом порядке Dem.;
3 двигаться параллельно (τινί Plut.);
4 выдвигать, противопоставлять (τοῖς ἄλλοις φιλοσόφοις τι Sext.);
5 сопоставлять, сравнивать (πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας, sc. ἑαυτόν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρεξάγω: ἐξάγω ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, τὴν δύναμιν, τὸν ἵππον Πλουτ. Λούκουλλ. 27, Πύρρ. 16. 2) (ἐξυπακ. στρατὸν) ἐπάγω ἐναντίον, ὡς τὸ ἀντιπαράγω, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 239. 6: μεταφ., ἀντεπεξέρχομαι ἐν συζητήσει, τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 7. 166. β) πορεύομαι παραλλήλως, τινὶ Πλουτ. Αἰμίλ. 30. ΙΙ. συγκρίνω, ἑαυτὸν πρός τινα ὁ αὐτ. 2. 470Β.
Greek Monolingual
ἀντιπαρεξάγω (Α)
1. εξάγω, οδηγώ στράτευμα εναντίον του εχθρού
2. επιτίθεμαι
3. φέρνω επιχειρήματα εναντίον κάποιου
4. συγκρίνω, παραλληλίζω.
Greek Monotonic
ἀντιπαρεξάγω: [ᾰγ] μέλ. -ξω,
I. οδηγώ εναντίον, σε Πλούτ.
II. 1. (ενν. στρατόν), εκστρατεύω εναντίον, σε Φίλιπ. παρά Δημ.
2. πορεύομαι παράλληλα με, τινί, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to lead on against, Plut.
II. (sub. στρατόν) to march against, Philipp. ap. Dem.
2. to march parallel with, τινί Plut.