оставаться: Difference between revisions
From LSJ
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συνδιατελέω]], [[προσανέχω]], [[μίμνω]], [[ἐπιμένω]], [[καταγίγνομαι]], [[καταγίνομαι]], [[ἐμμένω]], [[μιμνάζω]], [[ἀπομένω]], [[προσμένω]], [[ἐπιδιαμένω]], [[καταμένω]], [[παραμένω]], [[παρμένω]], [[ὑπολείπω]], [[φιλοχωρέω]], [[διαγίγνομαι]], [[διαγίνομαι]], [[μένω]], [[ἐρωέω]] | |rueltext=[[περίκειμαι]], [[ὑπόκειμαι]], [[ὕπειμι]], [[συνδιατελέω]], [[προσανέχω]], [[μίμνω]], [[ἐπιμένω]], [[καταγίγνομαι]], [[καταγίνομαι]], [[ἐμμένω]], [[μιμνάζω]], [[ἀπομένω]], [[προσμένω]], [[ἐπιδιαμένω]], [[καταμένω]], [[παραμένω]], [[παρμένω]], [[ὑπολείπω]], [[φιλοχωρέω]], [[διαγίγνομαι]], [[διαγίνομαι]], [[μένω]], [[ἐρωέω]], [[περίειμι]], [[περιγίγνομαι]], [[χρονίζω]], [[ἀναστρέφω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 15 October 2019
Russian > Greek
περίκειμαι, ὑπόκειμαι, ὕπειμι, συνδιατελέω, προσανέχω, μίμνω, ἐπιμένω, καταγίγνομαι, καταγίνομαι, ἐμμένω, μιμνάζω, ἀπομένω, προσμένω, ἐπιδιαμένω, καταμένω, παραμένω, παρμένω, ὑπολείπω, φιλοχωρέω, διαγίγνομαι, διαγίνομαι, μένω, ἐρωέω, περίειμι, περιγίγνομαι, χρονίζω, ἀναστρέφω