получать: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπικυρέω]], [[ἐκφέρω]], [[ἐπιπολάζω]], [[ἄρνυμαι]], [[ἐμπολάω]], [[ἐκλαμβάνω]], [[κερδαίνω]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγίνομαι]], [[φέρω]], [[ἀντιτυγχάνω]], [[λαμβάνω]], [[παραδέχομαι]], [[παραδέκομαι]], [[ἀπολαγχάνω]], [[ἀναδέχομαι]], [[ἀναδέκομαι]], [[δέχομαι]], [[δέκομαι]], [[μεταλαμβάνω]], [[ποιέω]], [[προσεπιλαμβάνω]], [[συγκομίζω]], [[πλεονεκτέω]] | |rueltext=[[κομίζω]], [[κατεργάζομαι]], [[κυρέω]], [[ἕλκω]], [[ἀντιάζω]], [[ἐπικυρέω]], [[ἐκφέρω]], [[ἐπιπολάζω]], [[ἄρνυμαι]], [[ἐμπολάω]], [[ἐκλαμβάνω]], [[κερδαίνω]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγίνομαι]], [[φέρω]], [[ἀντιτυγχάνω]], [[λαμβάνω]], [[παραδέχομαι]], [[παραδέκομαι]], [[ἀπολαγχάνω]], [[ἀναδέχομαι]], [[ἀναδέκομαι]], [[δέχομαι]], [[δέκομαι]], [[μεταλαμβάνω]], [[ποιέω]], [[προσεπιλαμβάνω]], [[συγκομίζω]], [[πλεονεκτέω]], [[τυγχάνω]], [[κρατέω]], [[βρίθω]], [[ὑπέχω]], [[προστυγχάνω]], [[ἀποφέρω]], [[αἴρω]], [[καρπόω]], [[προσλαμβάνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
κομίζω, κατεργάζομαι, κυρέω, ἕλκω, ἀντιάζω, ἐπικυρέω, ἐκφέρω, ἐπιπολάζω, ἄρνυμαι, ἐμπολάω, ἐκλαμβάνω, κερδαίνω, περιγίγνομαι, περιγίνομαι, φέρω, ἀντιτυγχάνω, λαμβάνω, παραδέχομαι, παραδέκομαι, ἀπολαγχάνω, ἀναδέχομαι, ἀναδέκομαι, δέχομαι, δέκομαι, μεταλαμβάνω, ποιέω, προσεπιλαμβάνω, συγκομίζω, πλεονεκτέω, τυγχάνω, κρατέω, βρίθω, ὑπέχω, προστυγχάνω, ἀποφέρω, αἴρω, καρπόω, προσλαμβάνω