ἀναδέκομαι
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
Ion. for ἀναδέχομαι.
Spanish (DGE)
v. ἀναδέχομαι.
German (Pape)
[Seite 186] ion. = ἀναδέχομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀναδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναδέκομαι: ион. = ἀναδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀναδέχομαι.
English (Slater)
ἀναδέκομαι receive τὰν πολύκοινον ἀνδέξατ' ἀγγελίαν (P. 2.41) πολύθυτον ἔρανον ἔνθεν ἀναδεξάμενοι (P. 5.78)
Greek Monotonic
ἀναδέκομαι: Ιων. αντί ἀναδέχομαι.