ἀσφαλτόπισσα: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asfaltopissa | |Transliteration C=asfaltopissa | ||
|Beta Code=a)sfalto/pissa | |Beta Code=a)sfalto/pissa | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[πισσάσφαλτος]], [[LXX]] ''Ex.''2.3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[mezcla de asfalto y pez]] κατέχρισεν αὐτὴν (Θῖβιν) ἀσφαλτοπίσσῃ [[LXX]] <i>Ex</i>.2.3. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀσφαλτόπισσα''': ἡ, = [[πισσάσφαλτος]], Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 3). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀσφαλτόπισσα]])<br />[[ονομασία]] της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:26, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = πισσάσφαλτος, LXX Ex.2.3.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
mezcla de asfalto y pez κατέχρισεν αὐτὴν (Θῖβιν) ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφαλτόπισσα: ἡ, = πισσάσφαλτος, Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 3).
Greek Monolingual
η (Α ἀσφαλτόπισσα)
ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου.