бесполезный: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀργός]] | |rueltext=[[ἀργός]], [[ἠλίθιος]], [[ἀλίθιος]], [[ἐτωσιος]], [[ἅλιος]], [[ἄπρακτος]], [[ἄπρηκτος]], [[ἀνόνητος]], [[τηΰσιος]], [[ἀλυσιτελής]], [[ἄχρηστος]], [[ἀχρεῖος]], [[ἀχρήϊος]], [[νηκερδής]], [[ἀναπόλαυστος]], [[περίεργος]], [[μέλεος]], [[ἀσύμβολος]], [[δύσχρηστος]], [[ἀβοήθητος]], [[ἀνωφέλητος]], [[ἀνήνυτος]], [[ἀνωφελής]], [[μάταιος]], [[χαμαιπετής]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:05, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀργός, ἠλίθιος, ἀλίθιος, ἐτωσιος, ἅλιος, ἄπρακτος, ἄπρηκτος, ἀνόνητος, τηΰσιος, ἀλυσιτελής, ἄχρηστος, ἀχρεῖος, ἀχρήϊος, νηκερδής, ἀναπόλαυστος, περίεργος, μέλεος, ἀσύμβολος, δύσχρηστος, ἀβοήθητος, ἀνωφέλητος, ἀνήνυτος, ἀνωφελής, μάταιος, χαμαιπετής